Το Καστελλόριζο αποτελεί τελικά έναν σημαδιακό τόπο. Αν τον Απρίλιο του 2010 συνδέθηκε με την υπαγωγή της χώρας στον μηχανισμό στήριξης μέσω διαγγέλματος Παπανδρέου, τον Δεκέμβριο του 2016 υπήρξε το κάδρο μιας τομής: της συνύπαρξης βουλευτών του δημοκρατικού τόξου με βουλευτές της ΧΑ. Και ακόμη χειρότερα: βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ. Το κάδρο θα μπορούσε να περιγραφεί ως συμπτωματικό ή περιπτωσιολογικό.
Δύο μεταγενέστερα βέβαια συμβάντα επέτειναν το μούδιασμα, τα ερωτήματα και τον θυμό στην επικράτεια της Αριστεράς και του δημοκρατικού κόσμου. Ηταν δύο διαφορετικές συνεντεύξεις δύο βουλευτών επίσης του ΣΥΡΙΖΑ, που αποκρυπτογραφούσαν μια νέα θέση για τη ΧΑ. «Η εικόνα της συνύπαρξης στο Καστελλόριζο και στη Ρω σε πολλούς μας δεν άρεσε. Από την άλλη όμως πρέπει να αποφασίσουμε τι προτιμούμε: μια προσπάθεια ένταξης της Χρυσής Αυγής στο κλίμα της δημοκρατίας ή τη διαρκή ρήξη. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να προηγηθεί η ουσία μιας σύγκλισης», είπε ο Νίκος Παρασκευόπουλος προσθέτοντας: «Η Χρυσή Αυγή πρέπει να δεχθεί έμπρακτα την υπαγωγή της στους θεσμούς της δημοκρατίας. Και αυτή τη στάση, αν και όταν εκδηλωθεί, πρέπει να τη στηρίξουν τα δημοκρατικά κόμματα». Παρά τη μετέπειτα διορθωτική δήλωση του πρώην υπουργού Δικαιοσύνης («Πιστεύω, ότι κάθε ανθρώπινο ον έχει δικαίωμα να αλλάξει στο μέλλον στάση. Η φασιστική ιδεολογία δεν είναι θέμα αναλλοίωτου αίματος ή γονιδίων, αλλά κοινωνικοπολιτικό μόρφωμα, που σαγηνεύει αρκετούς. Η δήλωσή μου πάντως καθόλου δεν αναφέρεται στο παρελθόν, στα πεπραγμένα μιας ομάδας που εμφορείται από ναζιστική ιδεολογία, ούτε στα εγκλήματα μελών της που λογοδοτούν ενώπιον της Δικαιοσύνης. Η ιστορία δεν ξεπλένεται»), η βόμβα είχε πέσει. Εξανθρωπίζεται το τέρας;
Πριν ακόμη κοπάσει ο θόρυβος ήλθε και η συνέντευξη του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Μάκη Μπαλαούρα στον ραδιοφωνικό σταθμό Αθήνα 9,84 και στον συνάδελφο Ηλία Κανέλλη: «Υπάρχει απλός κόσμος που μέσα στη μέγγενη των προβλημάτων που αντιμετωπίζει και την αδυναμία να δώσει λύσεις με τις υπάρχουσες πολιτικές δυνάμεις, νομίζει ότι η Χρυσή Αυγή είναι λύση γι’ αυτόν» δήλωσε ο Μπαλαούρας, συμπληρώνοντας: «Είναι απλός κόσμος που δεν έχει καμία σχέση με τον ρατσισμό και τον φασισμό. Δεν αναφέρομαι στα τάγματα εφόδου, αλλά για τους απλούς ανθρώπους, τους ψηφοφόρους που αγωνιούν για να βρουν μια λύση επιβίωσης».
Δύο τεράστια θέματα έχουν ανοιχθεί. Το πρώτο έχει να κάνει με το αν τα παραπάνω λόγια υπάγονται σε μια νέα στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ ή ακόμη σε ένα ιδιότυπο φλερτ με το ακροδεξιό μόρφωμα. Κι εδώ βέβαια, διαβάζοντας προσεκτικά τη συγκυρία και τις δηλώσεις θα πρέπει να προχωρήσουμε το ερώτημα: είναι άλλο το κοινό που ψήφισε ΧΑ και άλλο η ηγεσία της οργάνωσης; Αν ναι, το πρώτο αποτελεί δυνητική δεξαμενή για κοινωνική πλειοψηφία; Αν όχι, πρέπει να λογίζεται ως συμμέτοχο σώμα στην εγκληματική δράση της οργάνωσης; Μιλάμε για μια «απενοχοποίηση» του εν λόγω χώρου που είχε αρχίσει να συντελείται από τη μέρα που η ΧΑ κάθησε στα βουλευτικά έδρανα;
Μια υπεράσπιση του ΣΥΡΙΖΑ θα έλεγε πως η προσπάθεια να μπει η Αριστερά στο ίδιο κάδρο με την Ακροδεξιά έρχεται από πολύ μακριά. Από την εποχή των Αγανακτισμένων. Και τότε το φιλευρωπαϊκό τόξο επαναλάμβανε σε όλους τους τόνους πως η πάνω και η κάτω πλατεία πέραν της χωροχρονικής της συνύπαρξης είχε και εκλεκτικές συγγένειες. Αδικη ή και επιπόλαιη ανάγνωση και ειδικά από πρόσωπα που την ίδια στιγμή έκαναν πως δεν έβλεπαν ότι η συμμετοχή του ΛΑΟΣ σε διακυβέρνηση συστημικού χαρακτήρα ήταν μια από τις αιτίες που η ΧΑ κάλπασε γρηγορότερα προς το Κοινοβούλιο καλύπτοντας το έδαφος θυμού στα δεξιά της επικράτειας. «Δεν υπάρχει γραμμή φλερτ με ΧΑ απ’ τον ΣΥΡΙΖΑ. Υπήρχε πάντα μια διττή λογική αντιμετώπισης του φαινομένου εντός κόμματος. Το πιο δικαιωματικό που έβλεπε την αντιφασιστική πάλη με αυτοτέλεια. Υπήρχε και η γραμμή που έλεγε να ηγεμονεύσουμε στο αντι-Μνημόνιο και να ιεραρχήσουμε το κοινωνικό. Μετά το 2015 που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει χάσει σε οικονομία, φτιάχνει ένα κλίμα αντιμνημονιακής νοικοκυροσύνης αν και δεν πρωταγωνιστεί πια στον αντιφασιστικό αγώνα ή στην κλασική ατζέντα. Και βέβαια από τη συμμετοχή των ΑΝΕΛ στην κυβέρνηση περάσαμε στον ανασχηματισμό και την αναβάθμισή τους, που έφτασε να τους καθιστά εγγυητές μεταξύ κυβέρνησης και Εκκλησίας (εξου και άδειασμα Φίλη)» λέει στα «ΝΕΑ» το πρώην στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα μέλος της Δικτύωσης Ριζοσπαστικής Αριστεράς και συντάκτης στο Red notebook Δημοσθένης Παπαδάτος.
Για να καταλάβουμε την περίπλοκη εξίσωση πρέπει να υπενθυμίσουμε τη ριζοσπαστικοποίηση της Δεξιάς από το 2008 και μετά (και από το ΛΑΟΣ μέχρι το βάθεμα της ρητορείας και δράσης με τη ΧΑ), την κρίση αστισμού όπου με την ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ οδηγούμαστε σε έναν «αντικομμουνισμό των φτωχών» (κατά Παπαδάτο) και βέβαια στην πικρή διαπίστωση από πολλούς πως «τα Μνημόνια είναι μοίρα». Στο βιβλίο «Επέκταση της Δεξιάς» (εκδ. Πόλις) των Boltanski και Esquerre σημειώνεται κάτι πολύ σημαντικό: η Ακρα Δεξιά διεκδικεί το αυτονόητο, την «κοινή λογική», την κοινότοπη ομιλία. Και κάτι που θα προσθέταμε: ο ίδιος χώρος μιλάει επιτυχημένα στις λαϊκές μάζες προσεταιριζόμενος και μια αντι-νεοφιλελεύθερη ρητορική. Φλερτ Αριστεράς και ΧΑ δεν υπάρχει. Τέλος. Υπάρχει σίγουρα η αμηχανία μεταμνημονιακής απεύθυνσης. Το ερώτημα είναι αν οι μάζες αυτές θα κερδηθούν μέσα και από τον αντιφασιστικό αγώνα (στο φόντο της δίκης της ΧΑ) ή αρκεί η μαχητική επανοικειοποίηση της ατζέντας που καίει τον φτωχό κόσμο.