Ανάμεσα σε τούτες τις αράδες, εδώ και κάποια χρόνια (λίγα για να λέμε την αλήθεια), έχουν σχολιαστεί – στηλιτευτεί τα πολλά κακώς κείμενα του ελληνικού αθλητισμού. Και επειδή «ελληνικός αθλητισμός» είναι 70% ποδόσφαιρο, 20% μπάσκετ και 10% τα λοιπά σπορ, το ποδόσφαιρο σχεδόν μονοπωλεί το ενδιαφέρον της σελίδας. Αμεσα σχόλια, δηκτικά, δίκαια ή άδικα, έμμεσα ή διά παραβολών και συμβολισμών για όσους δεν αντέχουν την κριτική θεωρούντες εαυτούς αλάνθαστους, ή και για εκείνους που απαντούν στην κριτική με τον δικό τους πρωτόγονο τρόπο, δημοσιεύτηκαν εκφράζοντας πάντα προσωπικές εκτιμήσεις και απόλυτα προσωπικές απόψεις.
Εχουν παρελάσει από τούτες τις γραμμές κυρίως οι «κακοί» παράγοντες, οι έμποροι των ομάδων, οι Σάιλοκ των οπαδικών συνειδήσεων, οι αργυραμοιβοί των παιδικών ονείρων· οι ανεπαρκείς προπονητές που ταξιδεύουν υψώνοντας σημαία ευκαιρίας σε πελάγη απαντοχής και πίκρας, εκμεταλλευόμενοι τον καλό πιλότο τους, τον μάνατζερ.
Γράψαμε με ένταση στο πληκτρολόγιο για παίκτες σακάτηδες που ήρθαν σημαιοφόροι και έφυγαν κονταροχτυπημένοι· για παίκτες αδιάφορους, για παίκτες που γνώριζαν την μπάλα από τις αφίσες των παντοπωλείων της γειτονιάς τους. Δεν ξεχάσαμε διαιτητές γλίσχρους, διαιτητές ελεγχόμενους για προκλητικές αποφάσεις, διαιτητές-οπαδούς που στιγμάτισαν αγώνες και στιγματίστηκαν.
Και, τέλος, φανήκαμε σκληροί –όσο σκληρή μπορεί να γίνει στους μαλθακούς καιρούς μας μια χλιαρή άποψη –με τους οπαδούς που θεωρούν πως αυτοί είναι η ομάδα· τους οπαδούς-δικαστές, τους αμειβόμενους επαγγελματίες οπαδούς, τους οπαδούς μιας ιδέας που ξέχασαν το όνομά της, τους οπαδούς επισκέπτες ξενοδοχείων και αεροδρομίων, τους παντογνώστες, ανίδεους οπαδούς, που μιλούν εκτοξεύοντας την αξία της σιωπής.
Και σβήνοντας, σβήνοντας «λάθη», κάνοντας «μουντζούρες» στο χιλιοδιορθωμένο τετράδιο του ελληνικού ποδοσφαίρου, είδαμε αίφνης ότι κάποιοι ξεγλίστρησαν στις πίσω σελίδες. Και αυτοί οι «κάποιοι» ήταν από τους πρώτους που έπρεπε το μελάνι να τους στιγματίσει. Ενας από αυτούς τους «κάποιους» είμαι κι εγώ. Και θλίβομαι!
Οι αθλητικοί συντάκτες! Κάποιοι «κακοί αθλητικοί συντάκτες», αργυρώνητοι, εξωνημένοι αθλητικοί συντάκτες, οι αθλητικοί συντάκτες οι ανεπαρκείς· οι αθλητικοί συντάκτες με λεξιλόγιο ιχθυόσκαλας, οι αθλητικοί συντάκτες με συμπεριφορά πεχλιβάνηδων, οι αθλητικοί συντάκτες οι έτοιμοι να αμαυρώσουν υπολήψεις και να λερώσουν πρόσωπα με ένα νεύμα του αφέντη τους, οι αθλητικοί συντάκτες που κάποτε έπεσαν με αλεξίπτωτο στην έρημο της δημοσιογραφίας και επιβίωσαν σαν τους κροταλίες. Αυτούς είχα «ξεχάσει». Τους αρκετούς εκείνους του χώρου που λεκιάζουν ακουμπώντας και τους υπόλοιπους άριστους, άξιους και ευυπόληπτους, τους «καθαρούς», τους γνώστες, τους έντιμους, τους επαρκέστατους, τους «δασκάλους». Είχα ξεχάσει τη βαθιά εσωτερική πληγή του ελληνικού ποδοσφαίρου: τους κοντυλοφόρους των προέδρων, τους κουκουλοφόρους των λακέδων των προέδρων, τους προαχθέντες από αθλητικούς συντάκτες σε «υπασπιστές» των προέδρων. Ναι, γι αυτούς δεν είχα γράψει: τους σχεδόν αγράμματους και ολοκληρωτικά αλλοτριωμένους, ακαλλιέργητους που καλλιεργούν μίση και πάθη με τα ελεεινά κείμενά τους. Δεν είχα γράψει για τους συμπλεγματικούς, τους θεωρούντες εαυτούς καθοδηγητές και ταγούς. Είχα λησμονήσει, ομολογουμένως, όλους εκείνους που άναψαν το φυτίλι για τις εκρήξεις του Μαλεζάνι, του Μπάγεβιτς, του Γκατούζο, του Τεν Κάτε, του, του, του… Είχα ξεχάσει όλους εκείνους που τα τελευταία χρόνια εύκολα με ένα blog ή status –που θα δίσταζε να γράψει και ο φανατικότερος οπαδός «του κάγκελου» –«δείχνουν» τα επόμενα θύματα των εκτελεστών της εξουσίας. Είχα ξεχάσει τους ανίκητους ιούς του ελληνικού ποδοσφαίρου που προκαλούν σοβαρές παρενέργειες. Τους είχα ξεχάσει και θλίβομαι. Και λυπάμαι γιατί κι εγώ ως «αθλητικός συντάκτης» είμαι καταχωρισμένος στο μουντζουρωμένο τετράδιο πλάι σε «εκείνους».