Δεν υπάρχουν προκριματικές εκλογές χωρίς εσωκομματικό πόλεμο. Είναι ένα αξίωμα που επιβεβαιώνεται και στην περίπτωση των γάλλων Σοσιαλιστών –ή μάλλον ειδικά αυτών. Γιατί, όπως σημειώνει η «Μοντ», από τον σοσιαλιστικό εμφύλιο κρίνεται η επόμενη ημέρα του κόμματος. Ο λόγος είναι ότι αυτές οι προκριματικές εκλογές έχουν μια ιδιαιτερότητα: κανένας από τους υποψηφίους για το προεδρικό χρίσμα δεν πιστεύει ότι θα φτάσει στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών –εκεί θα διασταυρώσουν κατά πάσα πιθανότητα τα ξίφη τους ο δεξιός Φιγιόν και η ακροδεξιά Λεπέν. Επομένως, οι σοσιαλιστικές primaires έχουν περισσότερο το νόημα μιας προσυνεδριακής διαδικασίας από την οποία θα φανεί ποιος θα έχει το πάνω χέρι στο Σοσιαλιστικό Κόμμα μετά το 2017.
Η υποψηφιότητα του Βενσάν Πεγιόν, του τελευταίου και πιο αδιανόητου κομήτη στην κούρσα, αποτυπώνει ανάγλυφα αυτή την κατάσταση πραγμάτων. Η μάλλον αιφνιδιαστική απόφαση του Φρανσουά Ολάντ να μην είναι υποψήφιος προκάλεσε ένα μεγάλο κενό στο κόμμα και –για τους κομματικούς –έναν κίνδυνο: να παραδοθούν τα κλειδιά της Ρι Σολφερινό, της ιστορικής έδρας του PS, είτε στον Μανουέλ Βαλς είτε στον Αρνό Μοντμπούρ. Και πού είναι το κακό; Κανένας από τους δυο δεν ενσαρκώνει το πρόσωπο που θα μπορούσε να συνθέσει αντί να διαιρέσει. Με άλλα λόγια, απειλούνται οι ούτως ή άλλως εύθραυστες εσωτερικές ισορροπίες. Και ειδικά στη φάση που χάνεις, δεν θέλει και πολύ για να γίνεις κομμάτια.
Ο Πεγιόν, πρώην υπουργός Παιδείας και αφοσιωμένος μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματός του στον γάλλο πρόεδρο, ελπίζει να γίνει ο ίδιος αυτό το κέντρο βάρους που ήλεγχαν επί δεκαετίες είτε το περιβάλλον του ίδιου του Ολάντ είτε εκείνο του Λιονέλ Ζοσπέν. «Τα μέλη και οι εκλεγμένοι φοβούνται το κενό. Μέχρι στιγμής, ο Βαλς επωφελείται από αυτή την ανησυχία. Αλλά ο Πεγιόν, μετά την υποψηφιότητά του, θα μπορούσε να γίνει ο νέος πόλος έλξης» εκτιμά μια παλιά καραβάνα του κόμματος.
Οι εκτιμήσεις αυτές δεν αλλάζουν μια πραγματικότητα. Το PS κινείται αυτή τη φορά σε εντελώς αχαρτογράφητα νερά. Την ίδια ώρα όλοι οι υποψήφιοι έχουν λόγους να ελπίζουν ότι αυτή τη φορά έχει έρθει η σειρά τους. Ο Μπενουά Αμόν, για παράδειγμα, πιστεύει ότι μπορεί να γίνει «ο Φιγιόν της Αριστεράς». Πώς; Μπαίνοντας σφήνα ανάμεσα στον πρώην πρωθυπουργό Μανουέλ Βαλς και τον αντάρτη πρώην υπουργό Οικονομίας Αρνό Μοντμπούρ. Ο ίδιος, όπως και ο Πεγιόν, πιστεύει ακόμη ότι έχει τη δυνατότητα διείσδυσης και σε ακροατήρια πέρα από εκείνο των Σοσιαλιστών.
Αν η ελπίδα δεν πεθαίνει μόνο τελευταία αλλά παραμένει και τόσο ζωντανή σε καθέναν από τους υποψήφιους, αυτό οφείλεται στις primaires της Δεξιάς. Εκεί φάνηκε ότι το τοπίο είναι τόσο ρευστό πλέον, ώστε το σκηνικό μπορεί να αλλάξει ακόμη και την τελευταία στιγμή. Τι σημαίνει αυτό; Οτι το φαβορί μπορεί να χάσει, όπως έχασε ο Αλέν Ζιπέ στις προκριματικές των Ρεπουμπλικανών. Και να χάσει όχι από τον δεύτερο στην κούρσα, όπως ήταν ο Νικολά Σαρκοζί, αλλά από ένα αουτσάιντερ, δηλαδή από κάποιον σαν τον Φρανσουά Φιγιόν.
Είναι ένας από τους φόβους του Μανουέλ Βαλς. Ο οποίος πίστευε με τη σειρά του πως ως πρωθυπουργός και με τον απερχόμενο πρόεδρο να μην συμμετέχει καν στην κούρσα θα ήταν κατά κάποιο τρόπο ο φυσικός υποψήφιος των Σοσιαλιστών. Η πεποίθηση αυτή αποδείχθηκε φενάκη. Μετά την παραίτησή του από την πρωθυπουργία, ο Βαλς είναι απλώς ένας Σοσιαλιστής ανάμεσα στους άλλους. Ακόμη χειρότερα γι’ αυτόν, είναι ένας Σοσιαλιστής που δεν αρέσει στο παλιό κατεστημένο του PS –η αλήθεια είναι ότι δεν άρεσε ποτέ, οι κομματικοί τον έβλεπαν πάντα με δυσπιστία. Ο Βαλς επομένως είναι το φαβορί που από τη μια στιγμή στην άλλη έγινε αουτσάιντερ για τους έξω παραμένοντας ένα είδος απόκληρου για τους μέσα: «Οποιοσδήποτε εκτός από τον Βαλς» φαίνεται ότι είναι το σύνθημα στους διαδρόμους του κόμματος.
Η Σεγκολέν Ρουαγιάλ, υποψήφια των Σοσιαλιστών στις εκλογές του 2007, πρώην σύντροφος του Ολάντ, μητέρα των παιδιών του και υπουργός του τα τελευταία πέντε χρόνια, είπε ανοιχτά στις αρχές της περασμένης εβδομάδας αυτό που πολλοί λένε ψιθυριστά. «Δεν είναι μυστικό σε κανέναν, ούτε έχουμε αποκλίσεις» δήλωσε η υπουργός Περιβάλλοντος. «Με τον Μπερνάρ Καζνέβ πρωθυπουργό δεν πιστεύω ότι η εργασιακή μεταρρύθμιση θα γινόταν νόμος του κράτους με το 49.3». Το 49.3 είναι το άρθρο του Συντάγματος που επιτρέπει στην κυβέρνηση να περάσει έναν νόμο με διάταγμα παρακάμπτοντας την Εθνοσυνέλευση. Πολιτικά, δηλαδή, το άρθρο αυτό θεωρείται πολύ «δεξιό». Και είναι ακριβώς αυτή η διαδικασία την οποία επιστράτευσε ο Βαλς ως θιασώτης των μεταρρυθμίσεων για να περάσει τον νόμο.
Κάπως παραδόξως, η Ρουαγιάλ δείχνει να προτιμά έναν υποψήφιο που επίσης δεν διακρίθηκε για τη σοσιαλιστική ψυχή του και επιπλέον κατεβαίνει ως ανεξάρτητος. Είναι ο διάδοχος του αντάρτη Μοντμπούρ στο υπουργείο Οικονομίας, Εμανουέλ Μακρόν. Και πιστεύει γι’ αυτόν (κάπως ασαφώς είναι η αλήθεια) ότι «κάνει μια προσπάθεια να επανακαθορίσει το μέλλον» και να «ανανεώσει τον αέρα της πολιτικής ζωής». Η Ρουαγιάλ άφησε ορθάνοικτο το ενδεχόμενο να γίνει κι επισήμως αυτός ο εκλεκτός της στις προεδρικές εκλογές. Κάτι που σημαίνει ότι ο υποψήφιος των Σοσιαλιστών μπορεί να μη βρει ούτε την ψήφο των δικών του στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών.
Το μήνυμα της Ρουαγιάλ είναι σαφές: «Δεν έχω αποφασίσει ούτε πότε ούτε με ποιον τρόπο θα παρέμβω». Κι αν λάβει κανείς υπόψη του ότι η Ρουαγιάλ δεν είναι η μόνη που στέλνει ένα τέτοιο μήνυμα, τότε γίνεται αντιληπτό ότι η απόφαση του Μακρόν, όπως και του ακροαριστερού Ζαν Λικ Μελανσόν, να κατεβεί ως ανεξάρτητος μπορεί να αποδειχθεί η απολύτως σωστή. Πού ποντάρουν οι δυο τους και ο καθένας για λογαριασμό του; Να γυρίσει την πλάτη της η κουρασμένη κοινή γνώμη στις έριδες των Σοσιαλιστών και η πληθυντική Αριστερά να παραδοθεί αποκαμωμένη στα χέρια τους. Ο μεν Μακρόν πιστεύει ότι μπορεί να πετύχει αυτό από τη θέση του κεντροαριστερού, ο Μελανσόν από τα αριστερά του Σοσιαλιστικού Κόμματος.
Και οι δυο τους περιμένουν το αποτέλεσμα των σοσιαλιστικών primaires που θα προκύψει από τις κάλπες της 22ης και της 29ης Ιανουαρίου. Περιμένουν και προθερμαίνονται για τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών. Στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, εξάλλου, ο Μακρόν δείχνει να πλασάρεται στην τρίτη θέση αφήνοντας τέταρτο τον Σοσιαλιστή. Και είναι ο μόνος στην πληθυντική Αριστερά που δείχνει να τσιμπάει στις δημοσκοπήσεις, παρά το γεγονός ότι στην προεκλογική συγκέντρωση που πραγματοποίησε την περασμένη εβδομάδα στο Παρίσι βγήκε από τα δεξιά στο θέμα του ανταγωνισμού στην αγορά εργασίας. Ο Μελανσόν από την άλλη πλευρά υπόσχεται ότι το 35ωρο, αυτό το τοτέμ της σοσιαλιστικής πολιτικής, δεν πρόκειται να το πειράξει.
Συμπέρασμα; Οποιος και να κυριαρχήσει την επόμενη ημέρα των εκλογών, όποιος δηλαδή και να πάρει το κόμμα, η ουσία δεν αλλάζει: η Αριστερά είχε πάντα πολλές ψυχές.