Ενας ανύποπτος εξωτερικός παρατηρητής θα έλεγε ότι η Ιταλία υπέστη αυτή την εβδομάδα ένα πολιτισμικό σοκ: ένας φωνακλάς πρώην πρόσκοπος παρέδωσε την εξουσία σε έναν χαμηλών τόνων, και κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερό του, πρώην μαοϊκό. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν υπάρχει «ρεντσικότερος» πολιτικός από τον Πάολο Τζεντιλόνι. Κάτι που θεωρητικά είναι καλό για τη σταθερότητα της Ιταλίας, προκάλεσε όμως και αντιδράσεις, αφού μια κυβέρνηση που έχασε στο πρόσφατο δημοψήφισμα έδωσε τη θέση της σε μια «φωτοτυπία» της.

Μέχρι πριν από μία εβδομάδα, ο 62χρονος Τζεντιλόνι δεν είχε φανταστεί ότι μια ημέρα θα αναλάμβανε την πρωθυπουργία της χώρας του. Μετά την παραίτηση του Ματέο Ρέντσι, άλλωστε, δεν ήταν από τα ονόματα που κυκλοφορούσαν στα δημοσιογραφικά γραφεία. Κι όμως, αυτός ο απόγονος ενός κόμη από τη Ρώμη, που σπούδασε δημοσιογραφία αλλά το όνειρό του ήταν πάντα η πολιτική, μοιάζει εκ των υστέρων ιδανικός γι’ αυτή τη θέση. Πρώην εκπρόσωπος του οικολόγου δημάρχου της Ρώμης Φραντσέσκο Ρουτέλι, υπουργός Επικοινωνιών στη βραχύβια κυβέρνηση του Ρομάνο Πρόντι και υπουργός Εξωτερικών στην κάπως λιγότερο βραχύβια κυβέρνηση του Ματέο Ρέντσι, είναι έμπειρος, σοβαρός και κατάλληλος να ηγηθεί της Ιταλίας σε αυτή την ταραγμένη περίοδο.

Δεν συμφωνούν βέβαια όλοι με αυτή την εκτίμηση. Ο Τζεντιλόνι επικρίνεται τόσο από τη Δεξιά όσο και από την άκρα Αριστερά. «Μια άδεια λιμουζίνα έφτασε στο Κυρινάλιο και αποβιβάστηκε από αυτήν ο Τζεντιλόνι» κάγχασε ο Λουίτζι ντι Μάιο, αντιπρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων και στέλεχος του Κινήματος Πέντε Αστέρων, αναφερόμενος στη διακριτική παρουσία του νέου πρωθυπουργού. «Φωτοτυπία του Ρέντσι» τον αποκάλεσε ο επικεφαλής της Λέγκας του Βορρά Ματέο Σαλβίνι. Αν όμως οι Δεξιοί καταγγέλλουν τον Τζεντιλόνι επειδή η επιλογή του καθυστερεί τις πολυπόθητες εκλογές, οι ριζοσπάστες Αριστεροί δεν μπορούν να χωνέψουν πώς ένας άνθρωπος έκανε μέσα σε λίγες δεκαετίες μια τόσο μεγάλη στροφή.

Η 87χρονη Λουτσιάνα Καστελίνα, η μεγάλη κυρία του ιταλικού κομμουνισμού, τον θυμάται τη δεκαετία του ’70 να είναι ενεργό στέλεχος του κόμματος προλεταριακής ενότητας για τον κομμουνισμό (Pdup) και λίγα χρόνια αργότερα να δουλεύει στο μηνιαίο περιοδικό που διηύθυνε η ίδια, το «Ειρήνη και πόλεμος». Μα πώς μπορεί να ξεκινά κάποιος από το Pdup και να καταλήγει στον Ρέντσι; «Δεν το καταλαβαίνω, αλλά η ιστορία είναι γεμάτη με τέτοια παραδείγματα» λέει η Καστελίνα σε μια μίνι συνέντευξή της στη «Ρεπούμπλικα». «Τότε ήταν ένα συμπαθητικό, ξύπνιο και γενναίο παιδί. Δεν ξέρω τι του συνέβη μετά. Οσα έκανε μου είναι ακατανόητα. Στη σημερινή φάση, πάντως, ήταν ο ιδανικός για να θυσιαστεί».

Το 1984, ο Τζεντιλόνι ανέλαβε τη διεύθυνση της «Νέας Οικολογίας», της εφημερίδας του κόμματος Lega Ambiente. Και η οικολογία αποτέλεσε ουσιαστικά το εφαλτήριο για την ενασχόλησή του με την πολιτική. Μέσα από τη δουλειά του στην εφημερίδα γνωρίστηκε με τον Ρουτέλι και το 1993, όταν αυτός εξελέγη δήμαρχος της Ρώμης, τον έκανε εκπρόσωπό του. Ο Τζεντιλόνι έδειξε αμέσως τις ικανότητές του, όχι μόνο σε οργανωτικό αλλά και σε ιδεολογικό επίπεδο. Υπήρξε ο εμπνευστής του κινήματος Centocittà (Εκατό Πόλεις), όπου έλαβαν μέρος δήμαρχοι από τη νέα εποχή της άμεσης δημοκρατίας αλλά και ο «νονός» του Δημοκρατικού Κόμματος, μιας κεντροαριστεράς που θα έκανε την οριστική ρήξη της με τις κομμουνιστικές παραδόσεις. Με αυτή την έννοια, δεν είναι τόσο ο Τζεντιλόνι «ρεντσιστής» όσο είναι ο Ρέντσι «τζεντιλονιστής». Η Ιστορία αδικεί καμιά φορά τους πρωταγωνιστές της.

Το 2001 ο Τζεντιλόνι εξελέγη βουλευτής με τη Μαργαρίτα και πέντε χρόνια αργότερα διορίστηκε υπουργός Επικοινωνιών. Από τη θέση αυτή πολέμησε τον Μπερλουσκόνι και τη Mediaset, αλλά δεν μπόρεσε να εκπληρώσει τους δύο βασικούς του στόχους: την αναδιάρθρωση της κρατικής RAI και τη μεταρρύθμιση της τηλεοπτικής αγοράς. Υστερα από την εμπειρία αυτή, και καθώς πλησίαζε πια τα εξήντα, σκέφτηκε πως θα ήταν καλή ιδέα να κλείσει την πολιτική του σταδιοδρομία ως δήμαρχος της γενέτειράς του. Ωστόσο στις προκριματικές εκλογές που έγιναν το 2013 βγήκε τρίτος. Η απογοήτευσή του ήταν μεγάλη και ουσιαστικά πέρασε στο περιθώριο. Ωσπου, στα τέλη του 2014, του προσφέρθηκε το υπουργείο Εξωτερικών –κι ας μην είχε ουσιαστικά καμιά διεθνή εμπειρία. «Βγήκα από το ψυγείο» θα δήλωνε τότε. Και θα ζεσταινόταν γρήγορα, ο φιλευρωπαϊσμός του και η άριστη γνώση τριών ξένων γλωσσών (αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά) τον βοήθησαν να καλλιεργήσει στενές σχέσεις με όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, και ιδιαίτερα με τη Γερμανία.

Κάπως έτσι, από το ψυγείο ο Τζεντιλόνι προωθήθηκε στο κέντρο της κουζίνας –όπως έγραψε η «Ρεπούμπλικα» –και έγινε σεφ της μετα-ρεντσικής εποχής. Για να γίνει πρωθυπουργός, αναγκάστηκε να θυσιάσει το οικογενειακό παλάτσο στο οποίο έμενε. «Τώρα δεν το χρειάζεσαι πια» του είπαν οι συγγενείς του. Σε αντάλλαγμα, έλαβε μέρος αυτή την εβδομάδα στην πρώτη του Σύνοδο Κορυφής. Από τον Μάο στον Ρέντσι, από τους ευγενείς στους αιρετούς, ο Τζεντιλόνι μπορεί να υπερηφανεύεται ότι τα έχει κάνει όλα. Ή σχεδόν: τώρα πρέπει να σώσει τη χώρα του από τους Ακροδεξιούς, τους αντιευρωπαϊστές και τους ξενόφοβους. Πρέπει να πείσει δηλαδή τους συμπατριώτες του ότι η εκπόνηση ενός νέου εκλογικού νόμου, η επίλυση της κρίσης των τραπεζών και η ανάπτυξη της χώρας είναι πολύ σοβαρά πράγματα για να τα αφήσει κανείς στους λαϊκιστές.