Το Brexit είναι περίπου σαν τον έρωτα: περνάει από το στομάχι. Αυτό τουλάχιστον πιστεύουν οι 27 ηγέτες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι οποίοι σχεδίαζαν να δειπνήσουν προχθές το βράδυ στις Βρυξέλλες με πρώτο πιάτο το διαζύγιο με τη Βρετανία. Η σύζυγος, η Τερίζα Μέι, δεν ήταν προσκεκλημένη. O έρωτας, βλέπετε, τους τελείωσε εδώ και καιρό. Ωστόσο, πήρε την εκδίκησή της: το δείπνο ακυρώθηκε καθώς η Σύνοδος Κορυφής που προηγήθηκε με θέμα το Προσφυγικό και τη Συρία τράβηξε μέχρι αργά το βράδυ, τινάζοντας στον αέρα το πρόγραμμα των 27. Αντ’ αυτού, διεξήχθη μια σύντομη συνάντηση για το Brexit στις 11 το βράδυ, στην οποία καθορίστηκε για πρώτη φορά –απούσης της βρετανίδας πρωθυπουργού –ο τρόπος με τον οποίο θα κινηθούν οι Βρυξέλλες στις διαπραγματεύσεις με το Λονδίνο.

«Προετοιμαζόμαστε για να επιτύχουμε μια ομαλή έξοδο από την ΕΕ. Είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν περιπλοκές και δυσκολίες κατά τις διαπραγματεύσεις, τις οποίες θα αντιμετωπίσουμε με ώριμο και δημιουργικό τρόπο» δήλωσε στα «ΝΕΑ» η εκπρόσωπος της Τερίζα Μέι, αναγνωρίζοντας αυτό που οι Βρυξέλλες τονίζουν με κάθε ευκαιρία: το Λονδίνο δεν θα περάσει ευχάριστα τα επόμενα δύο χρόνια. Μια πρώτη γεύση πήρε η Μέι στη Σύνοδο Κορυφής της Πέμπτης: η κάμερα την απαθανάτισε μόνη να κοιτάζει τριγύρω αμήχανα επί 11 δευτερόλεπτα, ενώ πίσω οι ομόλογοί της αντάλλασσαν αγκαλιές και φιλιά. Οταν είδε ότι κανείς δεν την πλησίαζε, κάθησε στη θέση της. «Σας παρακαλώ, κάποιος να μου μιλήσει!» ήταν ο σκωπτικός τίτλος της «Ντέιλι Μέιλ».

Η βρετανίδα πρωθυπουργός ακύρωσε την προγραμματισμένη συνέντευξη Τύπου που θα παραχωρούσε στις Βρυξέλλες –έκανε μόνο σύντομες δηλώσεις για τη Συρία –και αναχώρησε για το Λονδίνο. «Καλύτερα να φεύγω τώρα. Ηταν πολύ ωραία» φέρεται να δήλωσε, σύμφωνα με την ανταποκρίτρια της «Γκάρντιαν», την ώρα που αποχωρούσε από τη Σύνοδο. Πληροφορίες αναφέρουν ότι η βρετανική κυβέρνηση είναι ενοχλημένη από το γεγονός ότι η Κομισιόν, με ανεπίσημες διαρροές προχθές το βράδυ, ανέβασε τον λογαριασμό του Brexit για τη Βρετανία στα 50 – 65 δισ. ευρώ για «εκκρεμείς υποχρεώσεις» προς την ΕΕ.

Οπως επισημαίνεται στην ανακοίνωση που εξέδωσαν οι 27, μετά το Brexit η Βρετανία δεν πρόκειται να διατηρήσει προνόμια όπως η πρόσβαση στην ενιαία αγορά αν δεν σεβαστεί τις «τέσσερις ελευθερίες της ΕΕ», μεταξύ αυτών την ελεύθερη μετακίνηση πολιτών, δηλαδή το αυτόματο δικαίωμα των Ευρωπαίων να ζουν και να εργάζονται στο έδαφός της.

Το Λονδίνο όμως θέλει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. «Επιθυμούμε οι βρετανικές επιχειρήσεις να έχουν τη μέγιστη δυνατή ελευθερία δράσης εντός της ευρωπαϊκής αγοράς, αλλά ταυτόχρονα θέλουμε να λαμβάνουμε εμείς τις αποφάσεις για τη μετανάστευση στη Βρετανία» είπε στα «ΝΕΑ» ανώτερος αξιωματούχος της Ντάουνινγκ Στριτ, καθιστώντας σαφές ότι η ελεύθερη μετακίνηση πολιτών θα σταματήσει. «Είμαστε απολύτως ξεκάθαροι: θέλουμε να ανακτήσουμε τον έλεγχο της μετανάστευσης. Αυτό είναι κάτι που προκύπτει από την αποχώρησή μας από την ΕΕ».

Με βάση αυτό το δεδομένο, η πιθανότερη εκδοχή είναι η σύναψη μιας συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου μεταξύ των δύο πλευρών και όχι η πλήρης συμμετοχή της Βρετανίας στην ενιαία αγορά.

Τις συνομιλίες με τη Βρετανία θα συντονίζει η Κομισιόν και, συγκεκριμένα, ο Μισέλ Μπαρνιέ. Οπως όμως σημειώνεται στην ανακοίνωση, τα κράτη-μέλη θα έχουν τον έλεγχο των διαπραγματεύσεων, ενώ αποφασίστηκε ότι στις προπαρασκευαστικές συναντήσεις θα μετέχει και το Ευρωκοινοβούλιο, μετά την προειδοποίηση του Μάρτιν Σουλτς ότι αν το Σώμα δεν έχει ρόλο στις διαπραγματεύσεις ενδέχεται ακόμη και να μπλοκάρει την όποια συμφωνία.

Η ενδιάμεση συμφωνία που θα παρατείνει τη σχέσημε την ΕΕ

Τις τελευταίες ημέρες η συζήτηση για το Brexit επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στην ενδιάμεση συμφωνία που ενδέχεται να συνάψει η Βρετανία με την ΕΕ, η οποία θα παρατείνει μερικώς τη μεταξύ τους σχέση μετά το Brexit μέχρις ότου οι δύο πλευρές καταλήξουν σε τελική συμφωνία. Κάποιοι στην κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι είναι εφικτή η σύναψη οριστικής συμφωνίας μέσα στο χρονικό όριο των δύο ετών που προβλέπει το Αρθρο 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας, το οποίο η Μέι έχει δεσμευθεί να ενεργοποιήσει έως το τέλος Μαρτίου. Ωστόσο, οι περισσότεροι βρετανοί και ευρωπαίοι αξιωματούχοι εκτιμούν ότι θα απαιτηθεί πολύ περισσότερος χρόνος. Οπως αποκάλυψε το BBC, ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Βρετανίας στην ΕΕ πρέσβης Αϊβαν Ρότζερς προειδοποίησε ότι ενδέχεται να χρειαστούν 10 ολόκληρα χρόνια για να συναφθεί μια εμπορική συμφωνία. Ακόμη και τότε, όμως, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να απορριφθεί από κάποια εθνικά κοινοβούλια (για να ισχύσει πρέπει να εγκριθεί από όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ). Η Ντάουνινγκ Στριτ υποστήριξε ότι ο Ρότζερς μετέφερε απόψεις ευρωπαίων αξιωματούχων και όχι δικές του ή της κυβέρνησης. Η εκτίμηση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τη δήλωση που – σύμφωνα με τη «Ντέιλι Τέλεγκραφ» – έκανε ο Μισέλ Μπαρνιέ τον Οκτώβριο ότι μια «πολιτική συμφωνία» για τη μορφή που θα λάβει η μελλοντική σχέση της Βρετανίας με την ΕΕ μπορεί να επιτευχθεί κατά τη διάρκεια της διετούς περιόδου των διαπραγματεύσεων. Κατόπιν, συνέχισε ο Μπαρνιέ, η οριστική συμφωνία μπορεί να επέλθει σε διάστημα «πιο σύντομο» από τα επτά χρόνια που χρειάστηκαν για την αντίστοιχη συμφωνία με τον Καναδά.

Σε κάθε περίπτωση, η σύναψη μεταβατικής συμφωνίας είναι, με τα σημερινά δεδομένα, μονόδρομος. Ο υπουργός Οικονομικών Φίλιπ Χάμοντ δήλωσε ότι η κυβέρνηση θα επιδιώξει μια τέτοια συμφωνία προκειμένου να μην κινδυνεύσει η «χρηματοπιστωτική σταθερότητα» της Βρετανίας. Η Βουλή των Λόρδων προειδοποίησε επίσης ότι αν δεν υπάρξει ενδιάμεση συμφωνία ενδέχεται να επιβληθούν υπέρογκοι τελωνειακοί δασμοί, να αυξηθούν οι τιμές των τροφίμων και να χαθούν δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας στον χρηματοπιστωτικό κλάδο. Υπέρ μιας τέτοιας συμφωνίας έχουν ταχθεί η Τράπεζα της Αγγλίας και μεγάλο κομμάτι του Σίτι.

Ωστόσο, οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» έγραψαν ότι ο υπουργός Brexit Ντέιβιντ Ντέιβις είπε σε συνάντηση με στελέχη του Σίτι ότι «δεν τον ενδιαφέρει» μια μεταβατική συμφωνία, αποκαλύπτοντας ακόμη μία φορά ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν έχει ενιαία γραμμή. Σύμφωνα με τους «Τάιμς», υπάρχουν διχογνωμίες μεταξύ υπουργών που μετέχουν στη διυπουργική επιτροπή για το Brexit ως προς τη στρατηγική που θα ακολουθήσει η χώρα. Αλλα κυβερνητικά στελέχη, πάντως, εμφανίζονται πιο χαλαρά: πριν από λίγες ημέρες ο υπουργός Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον ζήτησε να τεθεί προς συζήτηση ένα έγγραφο. Ο Φίλιπ Χάμοντ του έριξε ένα υποτιμητικό βλέμμα και του είπε: «Αυτό το έγγραφο το έχουμε συζητήσει εδώ και έναν μήνα».

Αίσθηση προκάλεσε και η έκθεση της Βουλής των Λόρδων στην οποία αναφέρεται ότι η διαπραγματευτική ισχύς της χώρας είναι περιορισμένη, καθώς «το επίπεδο εξειδίκευσης εντός της κυβέρνησης δεν είναι ανάλογο της κλίμακας του Brexit».

Αρκετοί βουλευτές των Τόρις που αντιτίθενται σε ένα σκληρό Brexit ζητούν επιτακτικά από την κυβέρνηση να αποκαλύψει το σχέδιό της. Την Τετάρτη ο Ντέιβιντ Ντέιβις είπε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι η στρατηγική της κυβέρνησης θα δοθεί στη δημοσιότητα το νωρίτερο τον Φεβρουάριο. «Υπάρχει ακόμη πολλή δουλειά να γίνει» επισήμανε, επιβεβαιώνοντας εμμέσως αυτούς που κατηγορούν τη Μέι ότι δεν έχει σχέδιο για το Brexit. Λίγο αργότερα παραδέχθηκε ότι «δεν ξέρει» αν υπάρχει δυνατότητα να ματαιωθεί το Brexit εφόσον αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις. Οι απόψεις διίστανται αν κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει και μόνο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θα μπορούσε να αποφανθεί επί του θέματος. Πάντως, την ίδια ημέρα η Τερίζα Μέι διαβεβαίωσε ότι «το Brexit θα γίνει σίγουρα», επιχειρώντας να καθησυχάσει το στρατόπεδο των Brexiteers. Εν τω μεταξύ, ο πρώην υπουργός Πολιτισμού των Εργατικών Μπεν Μπράντσο υποστήριξε στη Βουλή ότι χάκερ από το Κρεμλίνο «κατά πάσα πιθανότητα» αλλοίωσαν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος υπέρ του Brexit. Τα σχόλιά του προκάλεσαν θυμηδία μεταξύ ορισμένων συναδέλφων του.

Σε απεργιακό κλοιό η χώρα

Ενώ οι διεργασίες για το Brexit συνεχίζονται πυρετωδώς, η Βρετανία πλήττεται από ένα πρωτοφανές – για τα δεδομένα της χώρας – απεργιακό κύμα. Την εβδομάδα που πέρασε προκλήθηκε χάος στις συγκοινωνίες, εξαιτίας των επαναλαμβανόμενων απεργιών που πραγματοποιούν οι εργαζόμενοι στη σιδηροδρομική εταιρεία Southern Rail, οι συρμοί της οποίας εξυπηρετούν 300.000 επιβάτες ημερησίως. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη απεργία στα τρένα από το 1994, όταν οι βρετανικοί σιδηρόδρομοι είχαν ιδιωτικοποιηθεί. Οι εργαζόμενοι αντιτίθενται στο σχέδιο της εταιρείας να αναθέσει στους μηχανοδηγούς το άνοιγμα και το κλείσιμο των θυρών των τρένων, δουλειά που σήμερα κάνουν οι ελεγκτές, υποστηρίζοντας ότι θα τεθεί σε κίνδυνο η ασφάλεια των επιβατών. Ο υπουργός Μεταφορών Κρις Γκρέιλινγκ κατηγόρησε τα συνδικάτα ότι «προσπαθούν σκοπίμως να γονατίσουν τους σιδηροδρόμους» και άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο απαγόρευσης των απεργιών.

Από τη Δευτέρα θα απεργήσουν για πέντε ημέρες και οι ταχυδρομικοί υπάλληλοι διαμαρτυρόμενοι για το κλείσιμο καταστημάτων, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η διανομή της αλληλογραφίας των Χριστουγέννων. Θα είναι η μεγαλύτερη απεργία στην ιστορία των Βρετανικών Ταχυδρομείων.

Παράλληλα, περισσότερα από 2.000 μέλη πληρώματος της British Airways ψήφισαν υπέρ της προκήρυξης απεργίας μέσα στις γιορτές για μισθολογικά ζητήματα. Το φθινόπωρο υπήρξε αναταραχή και στον χώρο της Υγείας, με τους ειδικευόμενους γιατρούς των νοσοκομείων να εξαγγέλλουν κινητοποιήσεις, τις οποίες τελικά δεν πραγματοποίησαν. Κι όλα αυτά, σε μια χωρά όπου έως πρόσφατα οι απεργίες αποτελούσαν σπάνιο φαινόμενο.