Η Λούλα Αναγνωστάκη, εκτός της άλλης άκρως αξιόλογης προσφοράς της στη νεοελληνική μεταπολεμική δραματουργία, έχει ιδιαιτέρως σε αρκετά έργα της, από τα πρώτα έως τα τελευταία, με διαφορετική κάθε φορά σκοπιά σκόπευσης, ασχοληθεί με τα εξόχως, στην εποχή μας εντονότερα, προβλήματα ενηλικίωσης.
Ξέρουμε από την πλούσια διεθνή βιβλιογραφία (εθνογραφική, λαογραφική, ψυχολογική, κοινωνιολογική, παιδαγωγική κ.λπ.) πως το πρόβλημα της ένταξης ενός νέου, κυρίως εφήβου, στην κοινωνία των πολιτών είναι πρόβλημα με πολλές αιχμές, συχνά δυσεπίλυτο, ακανθώδες, σχεδόν παιχνίδι ή στοίχημα με τη φωτιά.
Η κοινωνική ανθρωπολογία, παλαιότερα η εθνολογία, με σπουδαίους ερευνητές που μελέτησαν το φαινόμενο στις πρωτόγονες φυλές, μας προίκισε με σημαντικό υλικό πάνω στις τελετές μυήσεως ενός εφήβου, κριτήριο για την ένταξή του στην κοινωνία των ενηλίκων.
Ενας έφηβος σε αυτές τις πρωτόγονες φυλές οφείλει να εκτελέσει μια σειρά από δοκιμασίες επιτυχώς, π.χ. να φέρει στη φυλή ένα άγριο ζώο το οποίο ύστερα από αγώνα έχει φονεύσει ή ακόμη, το σημαντικότερο, έχει παγιδεύσει και το καταθέτει ζωντανό. Στην αρχαία Σπάρτη η εφηβική μύηση γίνεται με την κρυπτεία. Οι νέοι που ζούσαν ομαδικά σε αγέλες αιφνίδια και απροειδοποίητα μια νύχτα διατάσσονταν να εισβάλουν σε έναν συνοικισμό ειλώτων (οι είλωτες ήταν οι υποταγμένοι στους Λάκωνες Μεσσήνιοι), να σκοτώσουν έναν «εχθρό» και να γυρίσουν στην κατασκήνωση χωρίς πληγές. Αλίμονο στον έφηβο που γύριζε πληγωμένος και ιδιαίτερα αν είχε πληγή στην πλάτη, που σήμαινε ότι δείλιασε και ετράπη σε άτακτη φυγή.
Σε άλλες περιοχές, μετά την επιτυχή δοκιμασία ακολουθούσε μια μετάληψη. Είτε μια ωμοφαγία – ανθρωποφαγία είτε η πόση εντός ύδατος της στάχτης ενός νεκρού φυλάρχου. Τα φυλαχτά με κόκαλα ή τρίχες νεκρών προγόνων ή αγίων ήταν η ενσωμάτωση του εφήβου στην κοινωνία των ενηλίκων.
Αλλού η μυητική τελετή γινόταν με τη δοκιμασία του εφήβου στη χρήση των όπλων. Ο Αχιλλέας επιστρατεύτηκε από τον Οδυσσέα μεταμορφωμένο σε πραματευτή, όταν στη Σκύρο, μεταμορφωμένος από τη μητέρα του σε κορίτσι για ν’ αποφύγει τον πόλεμο, διάλεξε από τον πάγκο με τα φορέματα και τα καλλυντικά τα τόξα και τα βέλη.
Ο Ηρακλής «ενηλικιώθηκε» ήδη νήπιο, όταν έπνιξε στην κούνια τα φίδια που έστειλε η ζηλιάρα Ηρα στον νόθο γιο του Διός!..
Αλλά και ο Θησέας έπρεπε να εκτελέσει άθλους πριν αξιωθεί να διαδεχθεί τον Αιγέα στον θρόνο των Αθηνών, με κύριο άθλημα τη διείσδυση στον Λαβύρινθο και την εξόντωση του Μινωταύρου.
Το παγκόσμιο θέατρο διαθέτει μια πληθώρα αξιόλογων κειμένων που πραγματεύονται όλο το ποικίλο φάσμα της μυητικής διαδικασίας ενηλικίωσης και ένταξης, ειρηνικά ή βίαια, ενός εφήβου στο σύστημα, στην έννομη τάξη, στα καθήκοντα και στα δικαιώματα, ηθικά, πολιτικά, οικονομικά, ερωτικά, εθιμικά των διαφοροποιημένων κοινωνιών, κυρίως των ταξικών.
Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ. Η Λούλα Αναγνωστάκη από την «Παρέλαση» και την «Πόλη» ασχολήθηκε, ως αυθεντική εκπρόσωπος μιας τραυματικής γενιάς, με τον τρόπο που ένας έφηβος μυείται στην ενήλικη ζούγκλα μέσω του φόβου, των ενοχών, του πανικού και της συνήθειας.
Το κατεξοχήν όμως αφιερωμένο σ’ αυτό το καίριο πρόβλημα είναι το ώριμο έργο της «Ο ήχος του όπλου». Το τελευταίο κύκνειο σκηνοθετικό κατόρθωμα του Κάρολου Κουν. Εκτοτε το έργο, εδώ και τριάντα χρόνια, έχει ξαναδοκιμαστεί στη σκηνή και τώρα ξαναδοκιμάζει την αντοχή του στο θέατρο Altera Pars στο Γκάζι.
Η Αναγνωστάκη για να προβάλει τον προβληματισμό της επέλεξε μια δοκιμασμένη δραματουργική φόρμα.
Εχω ιστορικά παρατηρήσει πως θεατρικοί συγγραφείς, όταν καταπιάνονται με ανάλογα θέματα, επιλέγουν μια ευανάγνωστη φόρμα, λες και θέλουν να φτάσει το μήνυμά τους σε πλατύτερα στρώματα θεατών που δεν είναι μυημένα σε μορφολογικούς πειραματισμούς και χαρακτηρολογικά άλματα.
Από «Τα παιδιά στην εξουσία» του Βιτράκ ώς το «Ξύπνημα της άνοιξης» του Βέντεκιντ (και δεν σταθμεύω στον «Ρωμαίο και την Ιουλιέτα») και τους «Φοιτητές» του Ξενόπουλου και το «Ματς» του Μανιώτη, το θέατρο για να αποκαλύψει και να ανατάξει τον εφηβικό ψυχισμό βρίσκει γεωμετρικές αναλογίες μορφής, ώστε ο θεατής να μην προσκόπτει σε πειραματισμούς που τον απομακρύνουν από το κύριο θέμα.
Η Αναγνωστάκη και στην «Κασέτα» μ’ έναν έφηβο απασχολήθηκε και το έργο της είναι αποκαλυπτικά συνταρακτικό, αλλά ως φόρμα πιθανόν άφηνε απέξω ένα ευρύτερο κοινό, που όμως έχει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα ενηλικίωσης, ειδικά στην εποχή μας, μέσα στη λαϊκή, μικροαστική και αστική οικογένεια του τόπου μας.
Στον «Ηχο του όπλου» επιλέχτηκε η ορθολογική φόρμα του δοκιμασμένου αστικού θεάτρου που δόξασε τον Ιψεν και τον Ξενόπουλο. Εχει πολύ ενδιαφέρον καταρχήν και κατ’ αρχάς που από το έργο της Αναγνωστάκη λείπει ο πατέρας. Γενικά, όπως έδειξα και σε παλιότερες σειρές δημόσιων μαθημάτων μου, ο πατέρας είναι μάλλον απών από τη δραματουργία μας, αν εξαιρέσει κανείς τους συγγραφείς των Επτανήσων λόγω του γεγονότος της γειτνίασης των νησιών με την ιταλική κοινωνική παράδοση (ο Ρονκάλας του «Βασιλικού» του Αντ. Μάτεσι, ο Βιολάντης του Ξενόπουλου).
Μητέρες έχουμε στην ημιτελή αστική μας κοινωνία και συχνά οι πατέρες είναι άπραγοι, σκιώδεις και κουβαλητές.
Η Αναγνωστάκη διερευνά τη σχέση γιου – μητέρας, την απόπειρα του γιου να δραπετεύσει από τα στερεότυπα, να αυτονομηθεί, να ανδρωθεί, να αρνηθεί και να ξαναγεννηθεί, χωρίς όμως επιτυχία. Πάντα σε κάθε μονοπάτι διαφυγής θα σκοντάφτει πάνω είτε στη μητρική στοργή είτε στη μητρική υπερπροστασία είτε στη μητρική αδιαφορία είτε στο πτώμα μιας μητέρας ως έσχατο επιχείρημα ευνουχισμού.
Κάτι σαν τους «Τρώες» του Καβάφη που κάθε απόπειρά τους για έξοδο είναι των απελπισμένων.
Στο θέατρο Alerta Pars ο Πέτρος Νάκος δίδαξε μια τίμια, ευθύβολη, καίρια και αποτελεσματικά συγκινημένη παράσταση. Και έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι κατορθώνει να ισορροπήσει δύο διαφορετικών γενεών ηθοποιούς, αφού εξάλλου το απαιτεί και το κείμενο. Η Μίνα Χειμώνα σε μια εξόχως ισοζυγιασμένη ερμηνεία, αφού πρέπει να προβληθεί η παγιδευμένη στην ευμάρεια επαρχιώτισσα, στερημένη ερωτικά και συζυγικά γυναίκα με την αυταρχική στα μικροαστικά προτάγματα «οικιακή παιδονόμο», έφτασε στη μοιραία λύση με εσωτερικό κρεσέντο και λιτότητα μέσων.
Η Λιάνα Παρούση έδωσε την ερωτική βουλιμία της διαθέσιμης ωριμότητας που ποτίζεται ως δρόσος εξ ουρανού από τη νεανική ακμή με μια αριστουργηματική ευφορία. Η Μαρίκα της είναι η καλύτερη ερμηνεία του ρόλου που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί.
Η Εφη Κιούκη (Φανή) έχει τσαγανό και ήταν καλύτερη στις σκηνές της φιλόδοξης απόδρασής της. Ο Πάνος Νάτσης έδωσε με νεύρο την αμφιθυμία της νιότης και ο Περάκης την επιπολαιότητα της ανέξοδης επανάστασης. Ευφυές το σκηνικό της Δέσποινας Χειμώνα και η κινησιολογική προσφορά της Μπαρτζώκα. Από τη διανομή έλειψε ο μικρός ρόλος του εραστή της Μαρίκας χωρίς να χαλάσει η αφήγηση.