Ερχεται σαν μακρινός αντίλαλος από τα παιδικά μου παιχνίδια στον δρόμο. Και σήμερα όμως που τα παιδιά παίζουν πάνω από ένα τάμπλετ, περίπου τα ίδια λένε όταν θέλουν να τεκμηριώσουν ανύπαρκτη σημαντικότητα, να κάνουν φιγούρα. «Εμένα που με βλέπεις, ο πατέρας μου είναι πολύυυυ δυνατός». «Κι εμένα έχει ένα τεράστιο αυτοκίνητο και θα σε πατήσει». Ο πραγματικός μπαμπάς σπανίως είναι δυνατός και το πιθανότερο να έχει ένα αυτοκινητάκι. Αλλά το παιδί εύκολα μπορεί να κρυφτεί πίσω από τον κούφιο λόγο. Η αθωότητα αυτής της ηλικίας δεν θα ζητήσει αποδεικτικά στοιχεία για τη δύναμη του πατέρα ή για τα κυβικά του αυτοκινήτου.
Τα παιδιά βέβαια μεγαλώνουν. Χωρίς, απαραίτητα, να ωριμάζουν. Σε αυτές τις περιπτώσεις, μένοντας εγκλωβισμένα στον παιδικό εγωκεντρισμό που ερμηνεύει την ασημαντότητά τους ως σημαντικότητα, εξακολουθούν να έχουν ανάγκη τη φιγούρα. Ομως ένας 42άρης, για παράδειγμα, δεν μπορεί να επικαλεσθεί τα μπράτσα του μπαμπά του. Ούτε καν του ιδεολογικού του πατερούλη –αν υπάρχει τέτοιος. Οπότε κρατάει το πρώτο μέρος της φράσης, με το υπόλοιπο να εκπίπτει σε τιποτολογία. Το «Εμένα που με βλέπεις» και το παρεμφερές «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε» είναι η ρητορική των εκνευρισμένων μπουνταλάδων σε όλες τις γλώσσες, τις χώρες και τις κουλτούρες. Από τους «Κακόφημους δρόμους» του Σκορσέζε μέχρι τον «Ξυπόλητο πρίγκιπα» με τον Βουτσά. Φράση που εμπεριέχει την αυτογελοιοποίηση, ιδιαίτερα αν υπάρχει κάπου εκεί κοντά και ένα τραπέζι για να χτυπήσει, αυτός που τη λέει, τη γροθιά του.
ΥΓ: Οποιαδήποτε σύμπτωση με πρόσωπα και καταστάσεις της πραγματικότητας δεν είναι τυχαία.