Υπάρχουν ορισμένες συναρτήσεις που φαίνεται να έχουν «κλειδώσει» για την πορεία του ελληνικού ζητήματος καθώς πέφτει η αυλαία του 2016 και μαζί με αυτήν οι μεγάλες προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί γι’ αυτό.  

Οσο πιο κοντά έρχονται οι εκλογές του 2017 για τους μεγάλους ευρωπαίους εταίρους μας,  ιδιαίτερα οι γερμανικές του ερχόμενου Σεπτεμβρίου, τόσο απομακρύνεται η πιθανότητα ολοκλήρωσης της β’ αξιολόγησης στην Ελλάδα. Κάθε άλλο, δηλαδή, παρά οι δανειστές και ιδιαίτερα ο σκληρός γερμανικός πυρήνας τους φοβούνται το ενδεχόμενο αναταράξεων στην Ευρώπη απ;o μια νέα εκλογική αναμέτρηση στην Ελλάδα – ενδεχόμενο που θα υποκινούσε το ενδιαφέρον τους για μια γρήγορη διευθέτηση της αξιολόγησης, το οποίο δεν φαίνεται να υπάρχει.

Γι’ αυτό και όσο η ελληνική κυβέρνηση αιφνιδιάζει με παροχές που μυρίζουν εκλογές και υποκρύπτουν απειλή εκτροχιασμού του τρίτου Μνημονίου, οι δανειστές τόσο πιο πολύ αγριεύουν. Οχι μόνο πετούν μακρύτερα την μπάλα για να την πιάσει η ελληνική κυβέρνηση στο γήπεδο της αξιολόγησης, αλλά παίρνουν πίσω – όπως έκαναν αυτήν την εβδομάδα – ακόμη και τα υπεσχημένα βραχυπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους. Αγνωστο παραμένει τώρα  πότε θα ξεκλειδώσει το γερμανικό μπλοκάρισμα των άμεσων ρυθμίσεων για το χρέος μετά τις εξαγγελίες του Πρωθυπουργού για τους συνταξιούχους και την αναστολή της αύξησης του ΦΠΑ για τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου. Και αυτό παρά τις κατ’ ιδίαν εξηγήσεις του Πρωθυπουργου στη Μέρκελ.

Αλλά και όσο εξακολουθεί το ΔΝΤ με παρεμβάσεις του να απαιτεί νέες μειώσεις στις συντάξεις και μείωση του αφορολόγητου ποσού για να αποκατασταθεί, κατά την εκτίμησή του, η αξιοπιστία του ελληνικού προγράμματος τόσο αυτή θα τραυματίζεται διεθνώς. Και τόσο η Ελλάδα θα απομακρύνεται αντί να πλησιάζει προς τις αγορές.

Αρα, όσο και αν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ προσπαθεί να διώξει το ΔΝΤ από το τρίτο ελληνικό Μνημόνιο τόσο αυτό θα εξακολουθεί να καθορίζει, με τη στάση του, την τύχη του προγράμματος. Οχι μόνο γιατί οι εκθέσεις του καθοδηγούν τα παγκόσμια επενδυτικά κεφάλαια, αλλά, πολύ περισσότερο, γιατί πίσω από τις υποδείξεις Τόμσεν βρίσκονται οι απαιτήσεις Σόιμπλε. Και από την άποψη αυτή, μικρή αξία έχει αν η ελληνική κυβέρνηση έχει στο πλάι της συμμάχους όπως ο Ολάντ και ο Μοσκοβισί – οι οποίοι, ούτως ή άλλως, μετά τις γαλλικές εκλογές μαζεύουν τις βαλίτσες τους από την ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή – όταν έχει απέναντί της το ΔΝΤ και (ακόμη χειρότερα) το Βερολίνο.

Εντέλει, όσο δεν κλείνει η β’ αξιολόγηση τόσο η ελληνική οικονομία θα παραμένει όμηρος του αδιεξόδου μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών. Και όσο το αδιέξοδο αυτό θα παρατείνεται τόσο οι εκλογές θα πλησιάζουν ως επιλογή ή ως ατύχημα. Σε μα Ελλάδα που θα  βρεθεί με το στιλέτο στην πλάτη αν περιμένει να διευθετήσει τις εκκρεμμότητές της μετά τις εκλογές στη Γερμανία, με ενισχυμένες τις αντιευρωπαϊκές δυνάμεις. Κάπως έτσι κινδυνεύει να χαθεί και το 2017 με αδιέξοδες διαπραγματεύσεις και λάθος αφηγήματα.