Αργησα να πάρω χαμπάρι τους μεγάλους έλληνες συνθέτες. Είναι τόσο ζωντανό το κρητικό στοιχείο που θα μπορούσα να μείνω σ’ αυτό και μόνο. Είναι θέμα βιωμάτων, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται. Δεν ένιωθα την ανάγκη να ακούω Χατζιδάκι περνώντας απ’ τα στενά των κρητικών χωριών ή πίνοντας ρακές. Δεν είχα βέβαια την ευκαιρία να «μάθω» από κάποιον τον Χατζιδάκι ή να μάθω μουσική –από λαουτιέρηδες, για παράδειγμα. Οταν απέκτησα την ευχέρεια και ανέβηκα στην Αθήνα, δεν θα ξεχάσω την πρώτη στιγμή που άκουσα το «Χαμόγελο της Τζοκόντας», στο σπίτι του φίλου που με φιλοξενούσε. Πραγματικά δεν ήξερα τότε από μουσική, πέρα από τα κρητικά παραδοσιακά και τις μαντινάδες. Είναι σαν να πήγα σε ένα άλλο μέρος. Πρέπει να το έβαλα στο repeat εκατοντάδες φορές, γιατί θυμάμαι ότι ήταν βράδυ και κάποια στιγμή ξημέρωσε.

Ο Χατζιδάκις ήταν μια καλή αρχή πάντως και για την κλασική μουσική. Με βοήθησε να αρχίσω να κατανοώ τον άλλο φανταστικό και υπέροχο κόσμο της μουσικής που μεταφέρει τοπία από το παρελθόν στο σήμερα που ζούμε. Με τον καιρό απέκτησα τις αδυναμίες και τα κολλήματά μου. Τώρα, για παράδειγμα, ξεκινάω κάθε μέρα μου με τα «Νυχτερινά» του Σοπέν.

Πήγα πρόσφατα στο Αμστερνταμ για να συναντήσω έναν φοβερό τρομπετίστα, τον Μαρκ Νιουεχάουζ. Αράξαμε μαζί στο στούντιό του για μια βδομάδα, του έπαιξα δικά μου τραγούδια, τζαμάραμε –λίγο Κρήτη, λίγο τζαζ. Την τελευταία ημέρα πήγα στη συναυλία του και άκουσα μία μπάντα από Συρία. Αισθάνθηκα ότι μπορώ με τέτοιους ανθρώπους να βγάλουμε προς τα έξω το «δέσιμο» και όχι το «λύσιμο» που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Ετσι μπήκαμε ξανά στο στούντιο με τον Μαρκ και δύο σύρους μουσικούς, χωρίς να ξέρει ο ένας τον άλλο και χωρίς να ξέρουμε τι παίζουμε. Τη συγκίνηση που βγήκε την κρατάω και για το μέλλον.

Ο πιο αληθινός Χαρούλης βρίσκεται όχι μπροστά στο μικρόφωνο, αλλά μπροστά στη συγκίνηση. Μόνο τότε λειτουργώ: όταν βγαίνουν ειλικρινή αισθήματα από μέσα μου. Τότε απελευθερώνεται το πιο ζωντανό κομμάτι –αυτό που λένε έξω groove, για να το πούμε χαριτωμένα. Το ίδιο εισπράττω και από την άλλη πλευρά. Οταν συναντήθηκα με τον σύρο μουσικό ανακάλυψα όλη την αλήθεια του –τα βάσανα, τις κακουχίες, τη διαδρομή της ζωής του –σε ένα μόνο βλέμμα.

Πάνω στη σκηνή νιώθω περισσότερο σαν σπρίντερ παρά σαν μαραθωνοδρόμος. Είναι το κομμάτι που δεν αφορά την προετοιμασία ή τι έχεις κάνει στην καθημερινότητά σου πριν. Εκεί πάνω σε αφορά μόνο η αλληλεπίδραση με τον κόσμο. Πρέπει να τα δώσεις όλα. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ ή να εστιάσω σε έναν ρυθμό. Είμαι περισσότερο έτοιμος να γελάσω και να διασκεδάσω σαν να είναι η μοναδική φορά. Εστω και με ένα τραγούδι να συντονιστώ με το κοινό, εγώ είμαι υπερευχαριστημένος.

Το άγχος δεν σε αφήνει ποτέ. Αλλά δεν είναι καταστροφικό. Φαντάζομαι ότι μοιάζει με το άγχος του δρομέα πριν από το αναγκαίο εκτίναγμα. Ανεβαίνοντας πάνω στη σκηνή εκθέτεις το όνειρό σου. Εχεις δουλέψει ήδη γι’ αυτό και τώρα φτάνει η στιγμή να το μοιραστείς. Οπως και στο θέατρο ή στη ζωγραφική. Το όνειρο ήταν πριν. Τώρα είναι η ώρα του μοιράσματος. Εδώ γεννιέται το άγχος. Ειδικά όταν γνωρίζεις ως οικοδεσπότης ότι πρέπει να «φιλοξενήσεις» και να «τιμήσεις» όσους αποφάσισαν να έρθουν, να παρκάρουν με κόπο το αυτοκίνητο, να περπατήσουν ώς τον χώρο της συναυλίας.

Ημουν πέντε ή έξι ετών όταν με τράβηξε ο πατέρας μου να τραγουδήσω μπροστά σε παρέες. Τότε ήμουν «τραβάτε με κι ας κλαίω». Υστερα από χρόνια κατάλαβα ότι το «ντρέπομαι» στην πραγματικότητα σημαίνει «δεν είμαι έτοιμος να κάνω το καλύτερο που μπορώ να προσφέρω». Στην τέχνη δεν ισχύει όμως ποτέ αυτή η ετοιμότητα. Ακόμη και τώρα το παιδί μέσα μου κομπλάρει.

Αν υπάρχει καλή παρέα αναζητώ από μόνος μου να παίξω εγώ σε παρέες. Είναι πραγματική ξεκούραση το να πετύχεις ανθρώπους ανοιχτούς για να μοιραστείς μαζί τους πράγματα. Η επικοινωνία σε «ξεπλένει» για να προχωρήσεις.

Μουσική μ’ αρέσει να ακούω στο αυτοκίνητο. Κλασική μουσική, κυρίως, και γύρω να γίνεται χαμός στους δρόμους. Μ’ αρέσει αυτή η κινηματογραφική εικόνα. Ή στο σπίτι για να συγκεντρωθώ. Είναι σχεδόν θεραπευτική αυτή η στιγμή.

Το πρώτο πράγμα που λέω στους μουσικούς με τους οποίους παίζω ή συνεργάζομαι είναι ότι δεν με νοιάζει καθόλου το λάθος. Προτιμώ τις λεγόμενες «κουτσές» νότες. Στο τέλος θα συνδεθούν στο ομαδικό παίξιμο. Από το ψεγάδι βγαίνει η τέχνη. Τι να το κάνεις το τέλειο όταν δεν αφήνει χώρο για εσένα;

Αποφεύγω τη λέξη «έντεχνο» ή τη λέξη «ποιότητα». Μόνο όταν θέλω να συνεννοηθώ με φίλους για να περιγράψουμε κάτι φευγαλέα. Αλλιώς η ετικέτα θέλει πολλή επεξήγηση.

Το πιο άμεσο κομμάτι στο να ανάψει το φως της τέχνης είναι η ανάγκη. Αυτός είναι ο τρόπος για να σε αντιληφθεί ο απέναντι. Οταν έχουν προϋπάρξει, για παράδειγμα, ο πόλεμος, ο θάνατος, τα αποκομμένα σώματα, είναι λογικό να προκύψει ο σουρεαλισμός. Ηταν μια ανάγκη της εποχής: πώς αλλιώς να περιγράψεις την τρέλα του πολέμου; Με τον ίδιο τρόπο νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια χάθηκε η ανάγκη να λειτουργήσουμε ομαδικά. Ή να βρεθεί ο συνθέτης που θα εκφράσει αυτό το πνεύμα.

Ο δίσκος με τον Παλαμά ξεκίνησε από ένα τηλεφώνημα του Λουκά Θάνου, ενώ ετοίμαζα τον δικό μου επόμενο δίσκο με την Ελένη Φωτάκη. Πήγα λοιπόν σπίτι του με τη γνωστή καχυποψία ότι πολύ δύσκολα μπορεί να μελοποιηθεί ο Παλαμάς. Ο ίδιος έπαιξε με μία κιθάρα τα κομμάτια. Παίζαμε λοιπόν και κουβεντιάζαμε και ξαφνικά κατάλαβα ότι έγινε η μέρα νύχτα. Ημασταν τόσο αφοσιωμένοι που δεν καταλάβαμε ότι πέρασε ο χρόνος. Νομίζω ότι το κομμάτι που μού έμεινε φεύγοντας είναι το «Από μια πατρίδα εγώ είμαι». Στην αρχή ήθελα να βγει του χρόνου. Αλλά παρακολουθώντας την αγωνία των προσφύγων –και στις συναυλίες του καλοκαιριού στα νησιά –αποφασίσαμε να βγει τώρα. Σαν καταγραφή και ανάγκη της εποχής.

info

Το CD «O Δωδεκάλογος του Γύφτου», σε ποίηση του Κωστή Παλαμά και μουσική Λουκά Θάνου, κυκλοφορεί ήδη από τη Minos EMI/ Universal