Το καλοκαίρι του 1983, η Κατερίνα Σχινά, πτυχιούχος της Νομικής Σχολής αλλά και πυχιούχος του Ωδείου Αθηνών (όπου κατέφυγε επειδή δεν ήθελε να γίνει δικηγόρος ούτε με σφαίρες), διάβαινε την πόρτα της εφημερίδας «Αυγή» για να ζητήσει δουλειά, ελπίζοντας πιθανόν ότι θα πάρει κάποια χρήματα με τα οποία θα μπορούσε να πληρώσει μικρές, νεανικές, περιπετειώδεις διακοπές. Παιδί που διάβαζε συνέχεια και κατείχε άριστα τους κανόνες της ελληνικής γλώσσας, είχε μάθει την τεχνική της διόρθωσης τυπογραφικών δοκιμίων, απαραίτητου σταδίου της εκδοτικής παραγωγής, και ζήτησε δουλειά διορθώτριας.
Ο άνθρωπος στον οποίο έθεσε το αίτημά της ήταν ο Λευτέρης Μαυροειδής, δημοσιογράφος, μέλος του ΚΚΕ εσωτερικού, ο οποίος εργαζόταν ως πολιτικός συντάκτης στην εφημερίδα. Οταν έμαθε τις σπουδές της ευειδούς νεαράς, την αποθάρρυνε να γίνει διορθώτρια. «Με τα προσόντα σου σού προτείνω να αναλάβεις τη στήλη της κριτικής μουσικής» της πρότεινε. Κι έτσι άρχισαν όλα. Μια νεαρή, άπειρη γραφέας βρέθηκε να γράφει (τζάμπα) μια δύσκολη στήλη –την οποία κράτησε ώσπου να την αναλάβει ο έμπειρος Φοίβος Ανωγειανάκης. Στο μεταξύ, η νεαρή μουσικοκριτικός άρχισε να κάνει εκπομπές στο ραδιόφωνο, στο τότε Πρώτο και στο Δεύτερο Πρόγραμμα, ενώ τη φώναξε ο Μάνος Χατζιδάκις στη συντακτική ομάδα του μυθικού περιοδικού «Τέταρτο».
Ετσι, πολύ απλά και χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, βρέθηκε συντάκτρια σε προβεβλημένα έντυπα με μεγάλη απήχηση στην εποχή τους. Στα μουσικά κείμενά της σύντομα προστέθηκαν κι άλλα κριτικά σημειώματα, αυτή τη φορά για βιβλία λογοτεχνίας –με την οποία ούτως ή άλλως ασχολούνταν ως φανατικό παιδί για γράμματα, ως δεινή δηλαδή αναγνώστρια. Στην πορεία είπε να δοκιμάσει και με τη μετάφραση. Το 1993 μετέφερε στα ελληνικά την «Τζαζ», ένα από τα πιο γνωστά αφηγήματα της νομπελίστριας Τόνι Μόρισον. Ετσι διαμορφώθηκε το επαγγελματικό της προφίλ: κριτικός της λογοτεχνίας στην «Καθημερινή» και αργότερα στην «Ελευθεροτυπία», μεταφράστρια δεκάδων κειμένων από τα αγγλικά και τα γαλλικά. Και ραδιοφωνατζού, μουσικολόγος, επισκέπτρια καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο, κατά καιρούς εκπομπάρχης σε τηλεοπτική εκπομπή, άλλους καιρούς στέλεχος παρεμβατικών περιοδικών λόγου. Με πολιτική δραστηριότητα για τον εκσυγχρονισμό και τον εξευρωπαϊσμό της ελληνικής κοινωνίας, τα τελευταία χρόνια έχει γράψει και δοκίμια αμιγώς πολιτικά.
Αλλά η μεγάλη έκπληξη ήταν μια σειρά δοκιμίων για το πλέξιμο, που δημοσιεύθηκαν αρχικά ως μηνιαία στήλη στο περιοδικό «Books’ Journal». Το 2014 τα κείμενα αυτά συγκεντρώθηκαν σε ένα μοναδικό βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κίχλη. Τίτλος του: «Καλή και ανάποδη. Ο πολιτισμός του πλεκτού». Το βιβλίο αυτό τιμήθηκε, πριν από μερικές μέρες, με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου για το 2015 (παγκόσμια πρωτοτυπία: στη χρεοκοπημένη χώρα ο σημαντικότερος θεσμός κρατικών βραβεύσεων καθυστερεί δύο χρόνια).
Για όσους αναρωτιούνται τι πρωτότυπο θα μπορούσε να πει μια συγγραφέας για το πλέξιμο που να μην είναι μονότονο, κοινότοπο και πληκτικό, παρατίθεται ένα μικρό δείγμα γραφής από το κεφάλαιο «Ανατρεπτική ρυθμολογία»:
«Στα 1980, όταν έπλεκα μανιωδώς, η δημοτικότητα του πλέκειν είχε σημειώσει απότομη πτώση. Περί τα τέλη της δεκαετίας, άρχισαν να φθίνουν τα καταστήματα που πουλούσαν μάλλινα και βαμβακερά νήματα […]. Μονάχα οι γιαγιάδες έπλεκαν πια. Και μάλιστα με βελονάκι –που ποτέ δεν το συμπάθησα. Επέλαυνε εξάλλου το lifestyle, η λατρεία της “νεότητας”, η μεταμόρφωση της καθημερινότητας σε ατέλειωτο επιδειξιμανές γλέντι. Η μονοτονία της πλεκτικής κίνησης, μηχανική θα την έλεγαν ορισμένοι, άραγε δεν ταιριάζει καλύτερα με τα γηρατειά; Κι όμως: η πλεκτική κίνηση δεν ανήκει στο πεδίο της μονοτονίας, αλλά της επαναληπτικότητας. […] Οσο πλέκω προεξοφλώ την τελική μορφή του υλικού μου, την επόμενη, ακόμη ανυπόστατη, φάση της εξέλιξής του. Ξέρω πως για να φτάσω στο τέρμα πρέπει να κυριαρχήσω στη διαδικασία, να αποκτήσω τον απόλυτο έλεγχο των κινήσεών μου, να μην επιτρέψω στο χέρι μου να διστάσει, να σκοντάψει, να χάσει πόντους, να μεταμορφώσει την ομαλή επιφάνεια σε κακοτράχαλη περιοχή γεμάτη τρύπες, εξογκώματα, αυλακιές. Η επανάληψη κάνει την πλέξη μου αρτιότερη, το πανί μου πιο κρουστό».
Οπως είναι φανερό, η Κατερίνα Σχινά έχει μια ιδιαίτερη, σοφιστικέ ματιά στα πράγματα. Η εμπειρία που απέκτησε στη ζωή της είναι συνυφασμένη με τη σκληρή δουλειά. Επειδή έτσι κερδίζει το ψωμί της, έμαθε ότι αν θέλει να εκφράζεται πρέπει να το κάνει μέσα από τη δουλειά της. Τα υπόλοιπα είναι μεγάλα λόγια που δεν έχουν νόημα.
Παρεμβατική διανοούμενη, πολιτικά ατίθαση (από τα νεανικά της χρόνια, όταν υπήρξε μαοϊκή, μέλος της ΠΠΣΠ στο πανεπιστήμιο, έως σήμερα, που στηρίζει όχι χωρίς όρους κάθε ιδέα μεταρρύθμισης και προόδου), αφιερωμένη στη δουλειά, κόπος μαζί και διασκέδαση, η Κατερίνα Σχινά είναι ανεπιτήδευτα μοντέρνα. Δεν είναι πολιτικά ορθή, δεν δηλώνει φεμινίστρια, υπερασπίζεται όμως κάθε είδους χειραφέτηση ενώ απεχθάνεται τη χυδαιότητα του εθνικολαϊκισμού. Ζει τη ζωή της, δουλεύει πολύ, ασχολείται με την κόρη της, κάνει τραπέζια στους φίλους της, έχει πάθη, προσπαθεί να κερδίζει τη ζωή της, αλλά έχει ρίξει και πολλή απλήρωτη εργασία («έτσι, για την ιδέα»), δεν είναι απρόσιτη… Εχει πάντα όνειρα, πάντα δουλεύει κάτι καινούργιο. Εργαζόμενη γυναίκα, αν τη δεις στον δρόμο, παρότι λαμπερή, θα μπορούσες να την προσπεράσεις.
Αλλά αν ήξερες ότι είναι μια σταρ της καθημερινής ζωής, θα ήθελες να ταυτιστείς μαζί της.