Μέχρι σήμερα δεν φοβήθηκε την υπερβολή της αρτίστας που πάνω στη σκηνή διεκδικεί περισσότερα λύτρα από την ερμηνεία της τραγουδίστριας. Κινήθηκε στα όρια διαφορετικών εποχών και πορεύτηκε μέσα σ’ ένα ναρκοπέδιο αντιθέσεων: από την εποχή της καζαντζιδικής αυστηρότητας έφτασε να κυριαρχεί η ίδια στη νυχτερινή πίστα, υποχώρησε στα μετόπισθεν των μπουάτ, έντυσε χρυσούς δίσκους, απογείωσε μέτρια τραγούδια –ενίοτε υπερβολικά -, επανήλθε με θριαμβικά live, άφησε πίσω της τηλεοπτικά σουξέ («Πρόβα νυφικού», «Κι ύστερα ήρθαν οι μέλισσες»).
Η κοντράλτο φωνή της και η θεατράλε εκφορά δεν θα άρεσαν σε όλους. Στις ενστάσεις τους προστέθηκε ένα ρεπερτόριο από ελαφρολαϊκά τραγούδια, τα οποία σε ταραγμένες πολιτικά περιόδους έδωσαν επιχειρήματα στους αμφισβητίες της. Και τι ήταν το «Ζωγραφισμένα στο χαρτί» εκτός από απόλυτο σουξέ; Από την άλλη, η κατεξοχήν survivor των ελληνικών sixties δεν αναζήτησε ποτέ την ασφάλεια ή τη θαλπωρή της κομματικής ταύτισης, δεν μπήκε στην ουρά των κρατικών επιχορηγήσεων και έχυσε ιδρώτα -κυριολεκτικά –στις πίστες. Την εποχή του μεγάλου θεάματος ήταν πρωτίστως μια «οπτικοακουστική» τραγουδίστρια, σύμφωνα με τη δική της περιγραφή: η μόνη από τις κορυφαίες ερμηνεύτριες που μπορούσε να χορέψει libertango με παρτενέρ τον Δημήτρη Παπάζογλου για τις ανάγκες ενός σόου ή ενός τηλεοπτικού αφιερώματος. Η μόνη που επιτρέπει στον εαυτό της να την ντουμπλάρει ο Τάκης Ζαχαράτος στην τελευταία μεταμόρφωση κοσμικού θεάματος που προσφέρει στην αθηναϊκή νύχτα (οι παραστάσεις τους, με κείμενα του Γιάννη Ξανθούλη και σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή, ξεκινούν στο «Παλλάς» στις 31 Δεκεμβρίου).
Η ίδια δεν σταματά να ομολογεί ότι της λείπουν τα καλά τραγούδια: η «προίκα» της Μοσχολιού ή του Μπιθικώτση, για να σταθούμε σε δύο συχνά παραδείγματα από τις συνεντεύξεις της. Ή ότι συχνά μπαίνει στην περιπέτεια της ερμηνείας επειδή της αρέσει «ένα ημιτόνιο», ένας στίχος ή μία εικόνα. Η Μαρινέλλα δεν μελέτησε το τραγούδι –αυτοδίδακτη γαρ -, αλλά παρέμεινε μία από τις πλέον πειθαρχημένες επαγγελματίες. Εκείνη που πριν από την παράσταση επέβλεπε εάν τα παπούτσια των μετρ είναι γυαλισμένα και εκείνη που έβαλε βέτο στο σπάσιμο των γύψινων πιάτων.
Η περίοδος με τον Στέλιο Καζαντζίδη παραμένει μέχρι σήμερα το χρυσό κάδρο στην πινακοθήκη του λαϊκού τραγουδιού. Η σύμπραξη και ο γάμος με τον Τόλη Βοσκόπουλο, από την άλλη, επικυρώνει τη θεσμοποίηση της πίστας, όπου οι δυο τους είναι ο βασιλιάς και η βασίλισσα (από εδώ προέρχονται και τα περισσότερα βέλη για την πρόσδεσή της με τη λαμέ επικράτεια της σαλονάτης Αθήνας). Αλλά η Μαρινέλλα θα λάμψει όταν θα μείνει μόνη. Είναι η περφόρμερ που προσφέρει ευρωπαϊκό θέαμα, ένα μείγμα Σίρλεϊ Μπάσεϊ και Μπάρμπρα Στράιζαντ της Ελλάδας. Με την εκφορά, την επιτόνιση, το στήσιμο πάνω στη σκηνή, αφήνει παρακαταθήκη για τις επόμενες τραγουδίστριες –από τις οποίες μόνο η Αννα Βίσση πλησιάζει στην έκθεση του φαινομένου.
Οι εικόνες από τη διαδρομή της είναι οι εικόνες της απόλυτης δεύτερης φωνής που έγινε πρώτη μέσα στο καμίνι του επαγγελματισμού. Μια μελαχρινή παρτενέρ που σημειώνει παραγγελίες δίπλα στον απόλυτο λαϊκό ερμηνευτή. Το σάουντρακ στις ταινίες του Δαλιανίδη. Οι φευγαλέες αλλά ανεξίτηλες «συναντήσεις» με τους Μίκη Θεοδωράκη («Ομορφη πόλη», «Πολιτεία Α’»), Χρήστο Λεοντή («12 παρά 5»), Γιάννη Σπανό («Με πνίγει τούτη η σιωπή», «Τη βραδιά μου απόψε μη μου τη χαλάς»). Μια τονισμένη ελιά στο εξώφυλλο ενός άλμπουμ. Το φευγαλέο τίναγμα της ωμοπλάτης στα νυχτερινά προγράμματα. Ενα φαλτσέτο που δίνει το μέτρο για τις επίδοξες μίμους.
Λίγο πριν από την εκπνοή του 2016 η Μαρινέλλα εμφανίζεται στη σκηνή ως ο συνδετικός κρίκος τεσσάρων τουλάχιστον γενεών με όλα τα προνόμια και τις δεσμεύσεις που συνοδεύουν τις μεταμορφώσεις μιας σταρ: η φωνή της κατοχυρώθηκε στο μεταπολεμικό θαύμα της ανοικοδόμησης, αποθεώθηκε την «ύποπτη» δεκαετία του 1970, σπαταλήθηκε τη δεκαετία του 1980 και επανεκτιμήθηκε στις δύο επόμενες. Σε πείσμα μάλιστα των φαινομένων, η Μαρινέλλα έλειψε από τις πίστες ακριβώς την εποχή της φουσκωμένης ευμάρειας. Οταν οι νεότερες τραγουδίστριες ήθελαν «να φτάσουν στο πανεπιστήμιο χωρίς να ξεκινήσουν απ’ το νηπιαγωγείο» –άλλη μία αγαπημένη της παρομοίωση. Ο μύθος, η περσόνα και το μέταλλο παρέμεναν όμως εκεί: στη μετέωρη γραμμή όπου το ακροατήριο διψά για ένα φευγαλέο σουξέ –για ένα ημιτόνιο που καμιά άλλη δεν μπορεί να το παραλάβει μέτριο και να το παραδώσει τέλειο.
Η ερμηνεύτρια αναγεννιέται μέχρι σήμερα από την τέφρα της αφάλτσωτης φωνής της. Εκεί όπου πολλοί την αφήνουν σε μια συναυλία με άνισο ρεπερτόριο η ντίβα επιστρέφει ανθισμένη από τον εσωτερικό φοίνικα. Απόδειξη τα βιντεάκια του YouTube από τις καλοκαιρινές συναυλίες με Νικολόπουλο και Ρέμο ή τη Φιλαρμονική Γαστουρίου. Είναι αυτή η φωνή μιας ερμηνεύτριας που κουβαλάει εξήντα χρόνια τραγούδι; Οχι, είναι η φωνή ενός θρύλου που επιμένει να συναντιέται με τις νεότερες γενιές ξοδεύοντας το συσσωρευμένο κεφάλαιό της. Αναζητήστε την πάντως (και) στα διαλείμματα αυτής της διάρκειας. Στην αυτοσχέδια διφωνία, για παράδειγμα, με τον Κώστα Μακεδόνα, ο οποίος κατεβαίνει από τη σκηνή ξεκινώντας μαζί της το «Πέλαγο είναι βαθύ». Ή στην εκρηκτική σύμπραξη με τον Γιώργο Νταλάρα, όταν απογειώνουν το «Πολλά καράβια φεύγουνε». Για bonus track, επιστρέψτε σε μια ακοπιάριστη διφωνία με τον Καζαντζίδη: «Ασε με να ζήσω μοναχός».