Αν έπρεπε να τον κρίνουμε από τον αριθμό των αναγνωστών που του ζητούσαν να υπογράψει τα βιβλία του, τότε είναι σίγουρα δημοφιλής. Εδώ και κάμποσα χρόνια μάλιστα: οι βιβλιόφιλοι μεσήλικοι, οι μεταπτυχιακές φοιτήτριες ή οι εργαζόμενοι στον χώρο των εκδόσεων που είχαν κατακλύσει τον κινηματογράφο Τριανόν για να ακούσουν τον Τζόναθαν Κόου να συνομιλεί με τη δημοσιογράφο Μαριλένα Αστραπέλου (σε μετάφραση του συναδέλφου Γιώργου Νάστου) είχαν μαζί τους και παλιά αντίτυπα. Είτε του «Τι ωραίο πλιάτσικο!», με την κριτική του στη θατσερική Βρετανία, είτε της «Λέσχης των τιποτένιων», με τη ρομαντική καταγραφή της δεκαετίας του ’70, είτε άλλων μυθιστορημάτων τού πενηνταπεντάχρονου Βρετανού. Εκείνος τους είχε προηγουμένως παρακαλέσει να μην τον ρωτήσουν μόνο για το τελευταίο του βιβλίο, «Αριθμός 11» (με τη σάτιρά του στη Βρετανία του Ντέιβιντ Κάμερον, των κοινωνικών ανισοτήτων, των τραπεζών τροφίμων, των ριάλιτι ή του διαδικτυακού μπούλινγκ). Ετσι κι έγινε. Τρεις λέξεις μόνο δεν ήθελε να ακούσει ο φλεγματικός συγγραφέας: Brexit, Ντόναλντ και Τραμπ. Ακόμα και ο ίδιος όμως παρέβη, γελώντας, τον κανόνα του.
Για τη νοσταλγία και τον φόβο. Τα τελευταία χρόνια, η δημόσια συζήτηση επικεντρώνεται σε δύο κυρίαρχα στοιχεία, τον φόβο και τη νοσταλγία. Στον φόβο για τον άλλο, για τον πρόσφυγα. Και στη νοσταλγία όπως την επικαλέστηκε ο Ντόναλντ Τραμπ λέγοντας «ας κάνουμε την Αμερική ξανά μεγάλη» ή όπως ακούστηκε στη Βρετανία, στην καμπάνια για «να γίνει ξανά ένα περήφανο έθνος». Τη θεωρώ μια λάθος και επικίνδυνη τακτική.
Για τον «Αριθμό 11». Οταν έγραφα ιδέες για το βιβλίο σε ένα σημειωματάριο (είναι πιο ευχάριστο από τον υπολογιστή), δεν είχα ακόμα βρει πώς θα το ονομάσω. Είχα σημειώσει απλώς «Αριθμός 11» πάνω πάνω, γιατί θα ήταν το ενδέκατο μυθιστόρημά μου. Κάποια στιγμή το κοίταξα και σκέφτηκα «χμ, ωραίος τίτλος». Γιατί την ίδια στιγμή κοιτάζει προς τα μέσα και προς τα έξω. Παραπέμπει στον αριθμό κατοικίας του υπουργού Οικονομικών Τζορτζ Οσμπορν στην Ντάουνινγκ Στριτ και αναφέρεται στην πολιτική κατάσταση της Βρετανίας σήμερα, θέτοντας και ένα ερώτημα για τον ρόλο της πολιτικής σάτιρας στις μέρες μας. Ταυτόχρονα καταπιάνεται με έναν χαρακτήρα ονόματι Ρότζερ, που είναι και το μεσαίο μου όνομα. Εχει τέτοια εμμονή με μια ταινία που είχε δει ως παιδί και που του έχει αφήσει μόνο μια θολή ανάμνηση, ώστε από αυτή την αναζήτηση της ασφάλειας της παιδικής ηλικίας επηρεάζονται ο γάμος του, η δουλειά του.
Για το αγαπημένο μυθιστόρημά του. Υπάρχουν δύο κατηγορίες συγγραφέων: εκείνοι που από τα βιβλία τους, αγαπημένο θεωρούν το πιο επιτυχημένο τους κι εκείνοι που το πιο επιτυχημένο τους είναι το λιγότερο αγαπημένο τους. Η ερώτηση για το δικό μου αγαπημένο προϋποθέτει ότι τα διαβάζω. Δεν κάνω πλάκα –ακόμα και το «Accidental woman» (σ.σ.: το πρώτο του μυθιστόρημα) δεν μπορώ να το δω ως αντικειμενικός αναγνώστης. Επειδή πάντως οι συγγραφείς σήμερα έρχονται σε επαφή με το κοινό τους, σε εκδηλώσεις όπως αυτή ή στο twitter, έχω μια εικόνα για το ποια βιβλία μου έχουν, όχι τη μεγαλύτερη δημοτικότητα, αλλά τον μεγαλύτερο αντίκτυπο. Είναι «Το σπίτι του ύπνου», «Η λέσχη των τιποτένιων» και το «Σαν τη βροχή πριν πέσει». Οπότε θα έλεγα ότι αυτά είναι τα αγαπημένα μου.
Για την πολιτική σάτιρα. Παρατηρώ ότι τα τελευταία χρόνια στη Βρετανία γελάμε πολύ με την πολιτική σάτιρα, αλλά με αντανακλαστικό τρόπο, όχι δημιουργικό. Σαν μια αυτόματη αντίδραση που δεν μας αφήνει να σκεφτούμε τα πράγματα. Στο «Αριθμός 11» ήθελα να κάνω τον αναγνώστη να αισθάνεται άβολα με τη σάτιρα, όχι να γελάει. Χρησιμοποιώντας λοιπόν στοιχεία της λογοτεχνίας τρόμου, ήταν ένας καλός τρόπος να του προκαλέσω ανησυχία.
Για Τραμπ και Φάρατζ. Ανάλογα με τις πεποιθήσεις του, καθένας τους κρίνει διαφορετικά. Για μένα είναι σαν δύο γκροτέσκες φιγούρες, σαν δύο καρικατούρες που θα μπορούσαν να έχουν βγει από το «Τι ωραίο πλιάτσικο!». Για τους υποστηρικτές τους είναι κανονικοί άνθρωποι, μια αλλαγή από τους πολιτικούς που είχαν συνηθίσει μέχρι τώρα.
Για τη λιτότητα. Τα θέματα του βιβλίου είναι ο φόβος και η νοσταλγία αλλά και η λιτότητα, την οποία στην Ελλάδα γνωρίζετε καλά. Εσχάτως γίνονται πολλές περικοπές στην Αγγλία και η Υγεία το πληρώνει πολύ ακριβά. Η Βιβλιοθήκη του Μπέρμιγχαμ είναι ένα πραγματικά πανέμορφο κτίριο, που θα μπορούσε να το δει κανείς σαν μια δήλωση πίστης στη δημόσια διοίκηση, ένα σύμβολο ελπίδας. Μου φάνηκε όμως κάπως ειρωνικό που ενώ εγκαινιαζόταν ένα τέτοιο έργο, την ίδια περίοδο, οι μικρότερες βιβλιοθήκες στα περίχωρα της πόλης, οι πιο προσβάσιμες, ειδικά στους ηλικιωμένους, έκλειναν. Η ειρωνεία έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν ανακοινώθηκε ότι η πόλη του Μπέρμιγχαμ δεν μπορούσε να συντηρήσει το έργο και έκανε και έκκληση στους πολίτες να δωρίσουν βιβλία. Είναι μια κατάσταση αρκετά συνηθισμένη τα τελευταία χρόνια στη Βρετανία. Δεν χρειάζεται να επινοήσω αυτές τις ειρωνείες. Η πραγματικότητα με ξεπερνά.
INFO
Το βιβλίο «Αριθμός 11» του Τζόναθαν Κόου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση της Αλκηστης Τριμπέρη