Είναι μια προσωπική μου εμμονή και μου αρέσει να εκτίθεμαι όσον αφορά τις ιδεολογικές και αισθητικές εμμονές μου. Πιστεύω λοιπόν πως ο αιώνας που έφυγε, ο 20ός, στο θέατρο θα αφήσει στην ιστορία της θεατρικής γραφής, στη δραματουργία, δύο μόνο ονόματα στις γενιές που έρχονται, αν δεν τινάξουνε τον πλανήτη στον αέρα: τον Μπέκετ και τον Πίντερ. Ισως ως ιδεολογικό μοντέλο του Μπρεχτ και ως επίγονο μιας συγγραφικής μόδας του Αλμπι. Πίσω στον ορίζοντα του αιώνα θα περιφέρονται τα άστρα του Ιψεν, του Τσέχοφ και του Στρίντμπεργκ.
Σε ένα παλιό μου δοκίμιο που αναγνώστηκε ως διάλεξη και δημοσιεύτηκε σε εφήμερο περιοδικό είχα συγκρίνει επί ίσοις όροις τον πρώτο και τον τελευταίο τραγικό του παγκόσμιου θεάτρου: τον Αισχύλο και τον Μπέκετ.
Οταν ο Μινωτής ετοίμαζε να παίξει το «Τέλος του παιχνιδιού» αλληλογράφησε με τον Μπέκετ και του ζήτησε να του επιτρέψει να διαφωνήσει με την πάγια σκηνοθετική άποψή του ότι το έργο του είναι υπαρξιακές «φάρσες», ειρωνικά και μακάβρια αστεία. Του έγραφε πως ο ίδιος τα αντιμετώπιζε ως σύγχρονες τραγωδίες, κάτι που και η ταπεινότητά μου υποστήριζα από το 1971! Ο Μπέκετ που συχνά επενέβαινε στις σκηνοθεσίες που έκαναν ξένοι μεγάλοι σκηνοθέτες και διόρθωνε τις λύσεις τους και κάποτε ανέβαζε και μόνος του τα έργα του για να τους δώσει το ύφος, το ήθος και τον ρυθμό που επιθυμούσε, απάντησε στον Μινωτή πως ΜΟΝΟ ένας έλληνας καλλιτέχνης του θεάτρου μπορούσε να διαβάσει τα έργα του με γράδο το τραγικό ρίγος και ιδιαίτερα ένας τραγωδός που είχε παίξει τους δύο Οιδίποδες, τον Φιλοκτήτη και κυρίως τον Προμηθέα Δεσμώτη.
Ο Μινωτής έπαιξε το «Τέλος του παιχνιδιού» σαν τον Προμηθέα Δεσμώτη, όπου Προμηθέας ο Χαμ και Ερμής ο Κλοβ. Οταν ο Μινωτής ανέβασε το αριστούργημα του Μπέκετ παράλληλα σκηνοθετούσε και το άλλο του αριστούργημα, το «Ω, οι ευτυχισμένες μέρες» με τη μεγάλη Βάσω Μανωλίδου. Θέλω να πιστεύω πως πίσω από το δίδυμο Γουίνι, Γουίλι πάλι ο δεσμώτης Προμηθέας κρύβεται και ο δούλος, σύζυγος, βουβός ή χαζοχαρούμενος μαντατοφόρος Ερμής. Ο Μπέκετ αγαπήθηκε στην Ελλάδα γιατί είναι ένας ιδιοφυής «λαϊκός» δημιουργός, αφού αντλεί τις «φιγούρες» του από το τσίρκο, το μιούζικ χολ, την εξτραβαγκάντσα και την κομέντια ντελ άρτε, τα μπουλούκια και τις ταινίες του βωβού σινεμά, του Τσάπλιν, του Μπάστερ Κίτον. Θυμηθείτε την ταινία «ο Χοντρός και ο Λιγνός στη λεγεώνα των ξένων». Ο πόλεμος κάπου στο μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου έχει τελειώσει, οι δύο λεγεωνάριοι δεν είχαν ειδοποιηθεί, ο Λιγνός είναι σκοπός, πάει κι έρχεται και με την πορεία του (στα πόδια φοράει φασκιές από κουρέλια) έχει σκάψει ένα λαγούμι, πιστός στο καθήκον του! Μπέκετ πριν τον Μπέκετ!
Φέτος παίζεται για πολλοστή φορά το «Ω, οι ευτυχισμένες μέρες» στο Θέατρο Bios σε μια λιτή, ουσιαστική, καίρια, ευθύβολη, τίμια στον λόγο του ποιητή διδασκαλία της Σύλβιας Λιούλιου και μια ακόμη λιτότερη, ωμή «ψυχρή», θριαμβικά «αθώα» ερμηνεία της Ολιας Λαζαρίδου με συμπαραστάτη – σύζυγο – Ερμή τον Αγγελο Σκασίλα.
Εχω δει, νομίζω, όλες τις έως τώρα προσεγγίσεις του αριστουργήματος αυτού. Και από τη Μαντλέν Ρενό και τη Φιόνα Σο (στην Αρχαία Αγορά και στην Επίδαυρο ανάλογα) και από τις Ελληνίδες Μανωλίδου, Τσίγκου, Διαμαντίδου, Βαλάκου, Πατεράκη, Οικονομίδου, Τσαλίκη, Φιλιππίδου. Η καθεμιά μού άφησε αγαθές αναμνήσεις, αλλά η ερμηνεία της Μανωλίδου (που είχε ηχογραφήσει ο Χατζιδάκις για το Γ’ Πρόγραμμα και τώρα συνοδεύει το «Αλμπουμ» για τη μεγάλη ηθοποιό που έχει κυκλοφορήσει το Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τράπεζας) είναι μνημειώδης χωρίς να ταπεινώνει τις άλλες ερμηνείες.
Επειδή εκείνη η προσέγγιση είχε προκαλέσει μια ανάγνωση εκ μέρους μου που δεν είχε ανάλογη στην μπεκετική ερμηνευτική (και είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον του μεγάλου συγγραφέα, όταν του στάλθηκαν οι κριτικές για τη σκηνοθεσία Μινωτή, το σκηνικό του Τσαρούχη και την ερμηνεία της Μανωλίδου –Γουίλι ο μακαρίτης Χατζησάββας!) την παραθέτω. Τίτλος: «Τα μέρη του λόγου» (1980).
«Οταν η μακαρίτισσα Χριστίνα Τσίγκου πρωτοπαρουσίασε τη συγκλονιστική της εκδοχή για τις “Ευτυχισμένες μέρες” του Σάμιουελ Μπέκετ και όταν ο Αλέξης Μινωτής έδωσε τη δική του εξπρεσιονιστική ερμηνεία στο “Τέλος του παιχνιδιού”, είχα αποπειραθεί από αυτήν εδώ τη στήλη (τότε στο «Βήμα») δύο προσπελάσεις, δύο προσωπικές προσεγγίσεις σε αυτά τα δύο εκπληκτικά κείμενα. Είχα περιοριστεί τότε να εισχωρήσω στα έργα ξεκινώντας από κάποια κλειδιά που μου επέτρεπαν να αποκρυπτογραφήσω, όσο μου ήταν δυνατόν, την πολυσημία της μπεκετικής γραφής.
Είχα προσπαθήσει να επισημάνω τον ιδιότυπο, όπως τον είχα ονομάσει, νομιναλισμό του Μπέκετ, την απόπειρά του να σώσει τα φαινόμενα, άρα και την ύπαρξη, μέσα από τα ονόματα των πραγμάτων. Χωρίς να αποκλείονται μύριες όσες εκδοχές, θαρρώ πως η τραγικότητα της ανθρωπότητας του Μπέκετ αρχίζει και τελειώνει μέσα και έξω από τον λόγο. Ανάμεσα σε δύο συνταρακτικά και σκανδαλώδη γεγονότα της ζωής και του θανάτου μεσολαβεί ως σωσίβιο το όνομα. “Υπάρχω” για τον Μπέκετ σημαίνει “ονομάζω, αφηγούμαι την ύπαρξη”, “θάνατος” σημαίνει “ανωνυμία”. Η απελπιστική τελευταία πρόταση του “Τρακτάτους” του Βίτγκενσταϊν “για ό,τι δεν μπορώ να μιλώ, πρέπει να σωπαίνω” γίνεται το αξίωμα των προσώπων του Μπέκετ και το μοναδικό, τελικά, κλειδί της ερμηνείας τους.
Η ανθρώπινη κατάσταση στον Μπέκετ είναι η δυνατότητα να μιλάς γι’ αυτήν. Η έκπτωση του ανθρώπου και, τελικά, ο θάνατος είναι έκπτωση των λέξεων, ο θάνατος του λόγου.
Τα πράγματα, ακόμη και τα άσχετα, υπάρχουν ως ονόματα και όσο μπορούν να εκφωνούνται εγγυώνται και κυρώνουν το γεγονός της υπάρξεως. Θάνατος είναι η απουσία των ονομάτων. Ακόμη και η περίφημη τροποποίηση του Καρτέσιου που ακούγεται στο “Τέλος του παιχνιδιού” “κλαίει άρα υπάρχει”, νομίζω πως δεν παραπέμπει σε μια αντικειμενική διαπίστωση που έχει σχέση με μια φυσική εκδήλωση ή ένα πραγματικό γεγονός∙ είναι μια πρόταση, μια κρίση, ένα σχήμα, ένας τρόπος για να ονομάζεται η ύπαρξη.
Η ζωή παρατείνεται όσο υπάρχουν λέξεις. Η ζωή επιμηκύνεται όσο οι λέξεις μπορούν να ανακαλούν στον ορίζοντα της συνείδησης τον εαυτό τους ως μνήμη ή να εφευρίσκουν μια συμπλοκή της στο μέλλον. Ο χρόνος υπάρχει γιατί υπάρχουν οι χρόνοι του ρήματος. Η ύπαρξη φαίνεται μέσα στις κλίσεις, τις συζυγίες, τις φωνές και τις εγκλίσεις. Η ύπαρξη είναι μέρος του λόγου.
Τα έργα του Μπέκετ είναι η τραγωδία των ονομάτων. Τα ονόματα είναι ο νέος μύθος που καταρρέει και αφήνει την ύπαρξη ανώνυμη. Η ανωνυμία, ο υπαρκτικός θάνατος, είναι η νέα ύβρις. Και σε αυτήν ο άνθρωπος προχωρεί τραγουδώντας. Το άσμα είναι η μετατροπή του λόγου σε ρυθμό και σε μέλος, είναι η αφασία του νοήματος και η επιφάνεια της αρμονίας, της παλίντονης αρμονίας (του Ηράκλειτου)».
Στην παράσταση της Λιούλιου η Λαζαρίδου τιτίβισε το σωσίβιο του λόγου προσπαθώντας, μιλώντας, να αναβάλει τη σιωπή του τέλους του παιχνιδιού.
Συνήθως ο σκηνικός χώρος που προτείνει ο Μπέκετ είναι ένας σκουπιδότοπος, μια χωματερή, όπου η Γουίνι ομιλεί χωμένη έως τη μέση και στο δεύτερο μέρος έως τον λαιμό. Η χωματερή του πολιτισμού, ματαιότης ματαιοτήτων.
Η Λιούλιου και ο πράγματι ιδιοφυής Αγγελος Μέντης παράχωσαν τη Γουίνι μέσα σε μια στοίβα βιβλίων. Σε μια χωματερή λέξεων. Ο Μπέκετ θα χαίρεται στην ανυπαρξία! Η Στελλάτου χορογράφησε τα χέρια της Λαζαρίδου έξοχα.
Μια παράσταση και μια οπτική και μια ερμηνεία υποσελίδια παραπομπή στη ζοφερή παρυφή του πολιτικού και πολιτιστικού πολτού που βιώνουμε.