Από την αρχή της ζωής της η στήλη είχε τάξει, στον εαυτό της αρχικά, τη φωτογραφία με τους πρωταγωνιστές της Συμφωνίας της Βάρκιζας στη Μάρω Δούκα. Η «εσωτερική» αυτή ανάθεση φαίνεται «μεταγγίστηκε» υπόγεια στη σπουδαία πεζογράφο, ώστε όταν της έγινε η σχετική πρόταση ασμένως να τη δεχτεί. Για να διαβάζουμε σήμερα ενα κείμενο που μαζί με την υψηλή θερμοκρασία της Μάρως Δούκα σε σχέση με την Ιστορία, διατηρεί τη συγκίνηση του καθημερινού ανθρώπου, αυτού που διασώζει πάντα την τιμή της.

Αφιερωμένο στα «ΝΕΑ», που δεν θα ήθελα να λείψουν από την ενημέρωσή μας στον χώρο του πολιτισμού.

Τα προλογικά. Τριάντα τρεις μέρες κράτησαν τα Δεκεμβριανά. Βρετανοί αλεξιπτωτιστές είχαν καταλύσει στο Μουσείο της Ακρόπολης. Οπλα, κιάλια και μπερέδες κρέμονταν από τα αγάλματα. Ποιοι έφταιξαν περισσότερο, ποιοι λιγότερο, πρόσφορα τα ντοκουμέντα για όλους τους θώκους, τους μύθους, τα σόγια. Tις τάξεις, τις παρατάξεις. Τους καλούς, εκατέρωθεν, και τους κακούς επίσης, τους δικούς και τους άλλους. Στις 2 Φεβρουαρίου του 1945 θα αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις. Κι έπειτα από δέκα μέρες θα υπογραφεί η Συμφωνία της Βάρκιζας. Για τη Συμφωνία και τις όποιες αναγνώσεις των εννέα άρθρων της, για τα γεγονότα που έρχονται και τις εξελίξεις που σέρνονται, όλα, ή σχεδόν όλα, έχουν ειπωθεί. Ζήτωσαν η Ιστορία και οι θεωρίες της. Ζήτωσαν και οι πάσης φύσεως αντικειμενικοί αποδομιστές.

H φωτογραφία. Ημέρα Δευτέρα. 12 Φεβρουαρίου 1945. Μπροστά στην είσοδο του υπουργείου Εξωτερικών. Αντιπρόσωποι, σύμβουλοι, παρατηρητές. Χασομερώ από τον έναν στον άλλο. Ποιους αναγνωρίζω; Πέφτει η ματιά μου στον Λεωνίδα Κύρκο, ψηλά, στη μέση περίπου της τρίτης σειράς. Προσέχω το μουστάκι, τον μπερέ, τα γυαλάκια, το γλυκό του μειδίαμα. Μα είναι σίγουρα αυτός; Κι αν ναι, τι γυρεύει εδώ; Από ώρα έχει τραβήξει την προσοχή μου ο στρατιωτικός σύμβουλος της εαμικής αντιπροσωπείας, στρατηγός του ΕΛΑΣ Στέφανος Σαράφης. Ενστολος, ευθυτενής, κατηφής. Το ένα χέρι στην τσέπη, το άλλο πίσω στην πλάτη. Καλά στερεωμένο στο κεφάλι το δίκοχο. Δίπλα του ο καρδιτσιώτης γραμματέας του ΚΚΕ Γεώργιος Σιάντος, επικεφαλής της εαμικής αντιπροσωπείας. Προσέχω τη φθαρμένη, ταπεινή, στρατιωτική φορεσιά, το σχεδόν κλοουνίστικο μουστάκι. Σκουφί στην παγωνιά το δίκοχο του ΕΛΑΣ στο κεφάλι του; Με τα χέρια βολεμένα πίσω. Προσπαθώ να καταλάβω. Μα τι κάνει; Υπομειδιά; Δίπλα του, γοητευτικός, κομψός, αεράτος, ο Ηλίας Τσιριμώκος. Ο δεύτερος της εαμικής αντιπροσωπείας. Με το βλέμμα λοξό, φευγάτο προς τα κάπου, πολύ πέρα και μακριά. Το ένα χέρι χωμένο στο ατσαλάκωτο πανωφόρι. Το άλλο ελεύθερο, σε ελαφρά απόκλιση από το σώμα. Κάτι κρατάει; Προσέχω τον γιακά στον λαιμό του. Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί. Θελκτική ανδρική κούκλα σε βιτρίνα πολυκαταστήματος που μας έρχεται από το μέλλον; Ή μήπως κέρινο ομοίωμα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας; Μετρώ από έξω προς τα μέσα: πανωφόρι, σακάκι, πουλόβερ, πουκάμισο, φανελάκι. Θα πρέπει να έκανε πολύ κρύο για τον Ηλία Τσιριμώκο εκείνη τη Δευτέρα. Προσηλώνομαι τώρα στον τρίτο της εαμικής αντιπροσωπείας, τον μικρασιάτη βουλευτή Μήτσο Παρτσαλίδη. Ο θρυλικός, λένε, από το 1934 κόκκινος δήμαρχος της Καβάλας. Πώς και βρέθηκε στην άλλη άκρη δεξιά της πρώτης σειράς, πώς και δεν στέκει δίπλα στον Σιάντο; Με τα χέρια στις τσέπες, το μουστάκι μαύρο, τα μαλλιά λευκά, φουντωτά, χτενισμένα προς τα πίσω, χωρίς χωρίστρα. Χαμογελάει και αυτός. Θα έλεγε, λοιπόν, κανείς ότι όλα πήγαν καλά;

Ωρα μου να αναζητήσω και τους κυβερνητικούς αντιπροσώπους. Δεξιά του Τσιριμώκου ποζάρει ο περιπετειώδης βενιζελ-σοσιαλ-αριστερός Γιάννης Σοφιανόπουλος. Υπουργός επί των εξωτερικών της κυβερνήσεως Πλαστήρα, επικεφαλής της κυβερνητικής αντιπροσωπείας. Λευκό μαντιλάκι στο σακάκι, γραβάτα, κολλαριστός, πάλλευκος γιακάς. Ασυναίσθητα πάλι το χαϊκού του Σεφέρη για το γιασεμί. Μες στο καταχείμωνο σχεδόν άοσμο. Παρατηρώ το γιλέκο. Μετρώ πέντε τα κουμπιά. Τα χέρια του κρεμασμένα στο πλάι. Οσο τον προσέχω, τόσο πιο στενοχωρημένος μου φαίνεται. Λίγο πριν από την πόζα του εδώ, στον λόγο που κλήθηκε να εκφωνήσει, «εν πάση περιπτώσει» άρχισε να λέει «οφείλω να εκφράσω εκ μέρους της κυβερνήσεως και του ελληνικού λαού τας ευχαριστίας μου προς τους αξιοτίμους εκπροσώπους της βρετανικής αυτοκρατορίας ως και τον αρχηγόν του αγγλικού εκστρατευτικού σώματος στρατηγό Σκόμπι, οι οποίοι διά της παρουσίας των με την οποίαν μας τιμούν σήμερον και του αδιαλείπτου ενδιαφέροντος που επιδεικνύουν για τα ελληνικά πράγματα μας αφήνουν την σταθεράν και βεβαίαν εντύπωσιν ότι η Βρετανία παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τα ελληνικά ζητήματα και ειλικρινώς ενδιαφέρεται διά το μέλλον της Ελλάδος. Ζήτω η Μεγάλη Βρετανία». Κι έπειτα μούγκα. Αποτυπωμένες στο πρόσωπό του η αγρύπνια, η κόπωση, η δυσφορία. Ισως και η ανακούφιση. Ακριβώς πίσω του, καμαρωτός ο συνταγματάρχης Παυσανίας Κατσώτας, κυβερνητικός στρατιωτικός σύμβουλος. Πίσω από τον Τσιριμώκο, ένας άλλος καμαρωτός, μυστακοφόρος επίσης, ο υπουργός επί της γεωργίας Ιωάννης Μακρόπουλος, το δεύτερο μέλος της αντιπροσωπείας. Κάπου εδώ ανάμεσα θα πρέπει να στέκεται και το τρίτο μέλος, ο υπουργός επί των εσωτερικών Περικλής Ράλλης. Τρεις από τη μια, την κυβερνητική πλευρά, οι επιλεγμένοι υπεύθυνοι, τρεις και από την άλλη, την εαμική. Σύνολον έξι οι υπογραφές. Οι εικονιζόμενοι όμως, όταν ανοίγει δεξιά – αριστερά η φωτογραφία ώστε να φαίνονται όλοι στο κάδρο, ίσως και να ξεπερνούν τους τριάντα.

Τα επιλογικά. Λεζάντα της φωτογραφίας: «Οι πρωταγωνιστές της Συμφωνίας της Βάρκιζας ύστερα από την υπογραφή της». Και οι κρυφοί πρωταγωνιστές; Αυτοί που νυχθημερόν κινούσαν τα νήματα; Ο αντιβασιλεύς Δαμασκηνός, για παράδειγμα, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Ντέιβιντ Μπάλφουρ, ο Χάρολντ Αλεξάντερ, ο Ρόναλντ Σκόμπι, ο Χάρολντ ΜακΜίλαν, ο Ρέτζιναλ Λίπερ. Και ο καλοφαγάς, της κρώζουσας, όπως την αποκάλεσαν, ουδετερότητας, σοβιετικός συνταγματάρχης Γκριγκόρι Ποπόφ. Και προπαντός οι τρεις Μεγάλοι. Την προηγουμένη μόλις, στις 11 του μηνός, είχε υπογραφεί η Συμφωνία της Γιάλτας. Και ο κόσμος, επομένως, είχε μοιραστεί. Μετρώ και ξαναμετρώ τα πρόσωπα της ιστορικής φωτογραφίας. Να μετρήσω και τη λευκή τρομοκρατία που έρχεται; Τους νέους παρθενώνες, το αίμα που θα χυθεί, τους κωπηλάτες στη γαλέρα; Από μιαν άλλη ιστορική φωτογραφία μετρώ και ξαναμετρώ τους ελασίτες που κλαίνε. Πώς πάει εκείνος ο στίχος του Σολωμού για τον Σουλιώτη τον καλό;