Βρίσκεσαι στα τελευταία χιλιόμετρα του αγώνα. Η καρδιά σου χτυπά δυνατά, η ανάσα σου γίνεται όλο και πιο κοφτή, ενώ κάθε μυς του κορμιού πάλλεται σε κάθε σου βήμα και το αίσθημα του πόνου που νιώθεις σε κάνει να θέλεις να ουρλιάξεις. Δεν σταματάς να τρέχεις όμως. Στο βάθος της πορείας σου εμφανίζεται επιτέλους η γραμμή του τερματισμού. Μαζεύεις όση δύναμη σου έχει απομείνει και ξαφνικά φορτσάρεις προς το τέλος, σχεδόν ανάλαφρος και με τις ενοχλήσεις σαν να έχουν σταματήσει. Με το μετάλλιο πια στο στήθος, οι δυσκολίες μοιάζουν έστω και για λίγο γλυκές και βάζεις πια στόχο την επόμενη φορά που θα βρεθείς στον στίβο ώστε να προετοιμαστείς καλύτερα.

Τις σκηνές αυτές τις έχουν ζήσει οι περισσότεροι από όσους δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους καθημερινά στο τρέξιμο. Ο πόνος είναι σχεδόν ταυτόσημη έννοια με το δημοφιλές αυτό άθλημα, το οποίο προϋποθέτει όχι μόνο αντοχή αλλά και μεγάλη ανοχή στις ενοχλήσεις που προκύπτουν κατά τη διάρκεια κάθε πορείας χιλιομέτρων. Και ειδικότερα όταν ο αθλητής πιέζει τον εαυτό του για να έχει καλύτερο αποτέλεσμα ή απλά για να μην τα παρατήσει. Γιατί, όπως ανακάλυψαν ερευνητές από το Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας σε μελέτη που έκαναν με ποδηλάτες, ο πόνος μπορεί να περιορίσει την απόδοση του αθλουμένου.

Είναι χαρακτηριστικό πως σε μία από τις δοκιμαστικές παραμέτρους της έρευνας, οι ειδικοί χρησιμοποιώντας παυσίπονα (και ειδικά παρακεταμόλη) στους εθελοντές που εξέτασαν κατάφεραν να ενισχύσουν με αυτό τον τρόπο τις δυνάμεις τους. Ακόμα, παρατήρησαν πως οι ποδηλάτες έκαναν τις απαραίτητες ασκήσεις σε μικρότερο χρονικό διάστημα και εξάντλησαν πιο αργά την ενέργειά τους, οδηγώντας τους στο συμπέρασμα πως πραγματικά ο πόνος βάζει φρένο σε κάθε προσπάθεια. Παρ’ όλα αυτά, τα δεδομένα μεταβάλλονταν σημαντικά όταν ο αθλητής αντλούσε ικανοποίηση από τη διαδικασία των δοκιμών. Κοινώς, όσο πιο καλά τα πήγαινε στις ασκήσεις και ένιωθε άνετα τόσο η αίσθηση της ενόχλησης μειωνόταν, εμπλέκοντας στην εξίσωση και τον ψυχολογικό παράγοντα.

Αυτός ο τελευταίος φαίνεται πως παίζει σημαντικό ρόλο στη διαχείριση του πόνου. Εκεί φαίνεται πως αποδίδουν ειδικοί το φαινόμενο της «ανάστασης» των δρομέων που βρίσκονται ένα βήμα από την κατάρρευση μόλις μπουν στην τελική ευθεία του αγώνα τους. Σε έρευνα που έγινε στο Πανεπιστήμιο του Κεντ με επικεφαλής τον καθηγητή Σάμουελ Μαρκόρα, ζητήθηκε σε ποδηλάτες να κάνουν πετάλι με ένταση μέχρι να νιώσουν πως έχουν εξαντληθεί για τα καλά. Τη στιγμή που σταματούσαν την άσκηση, ο δείκτης κορεσμού που υπολόγισαν οι ειδικοί ήταν αρκετά υψηλός (19,6/20). Οταν όμως τους παρακάλεσαν να κάνουν πετάλι για άλλα πέντε μόνο δευτερόλεπτα μετά το τέλος της δοκιμασίας, κατάφεραν να βγάλουν περισσότερη ενέργεια στα τεστ, σχεδόν τριπλάσια σε σχέση με τους προηγούμενους ελέγχους. Ο Μαρκόρα πιστεύει πως δεν είχαν τελικά ξεμείνει από φυσική αντοχή, αλλά από πνευματική. Γιατί αυτός ο πόνος και το αίσθημα της κακουχίας είναι πολύ διαφορετικά σε σχέση με τις αντίστοιχες περιπτώσεις που παρατηρούνται στην καθημερινή ζωή του ανθρώπου. Αρα έτσι τροποποιούνται και τα επίπεδα αντοχής τους απέναντι σ’ αυτά.

Οπως περιγράφει στην έρευνά του, στην αεροβική άσκηση και άρα στο τρέξιμο ο άνθρωπος φτάνει στο σημείο του κορεσμού γιατί πολύ απλά είναι διατεθειμένος να τα παρατήσει. «Η απαιτούμενη προσπάθεια υπερβαίνει αυτή που οι αθλητές είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν προκειμένου να τα καταφέρουν, με αποτέλεσμα όλο αυτό να τους φαίνεται πως είναι πέρα από τις ικανότητές τους» σημειώνει χαρακτηριστικά ο καθηγητής. Ετσι, αρχίζει να περιορίζεται η κίνηση ώστε να σταματήσει η ταλαιπωρία στους μυς, δημιουργώντας προβλήματα επί της ουσίας στην απόδοση του κάθε δρομέα.

Αντίθετα, η θεωρία του νοτιοαφρικανού καθηγητή Τιμ Νόακς και συγγραφέα πολλών βιβλίων για το τρέξιμο, η οποία συσχετίζει τον εγκέφαλο με την απόδοση του σώματος, παραπέμπει σε μια πιο ενστικτώδη κι άρα ασυνείδητη απόφαση να σταματήσει κάποιος να τρέχει για ανακουφιστεί από τον πόνο. Ο ίδιος ισχυρίζεται πως όταν ένας αθλούμενος ασκείται κοντά στα όριά του και το σώμα του ζορίζεται, τότε ο κινητικός φλοιός του εγκεφάλου, που επηρεάζει τους μυς της άσκησης, μετασχηματίζεται και σταματά να ενεργοποιεί άλλους μυς. Το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής είναι κόπωση, πόνος και δυσφορία, αισθήματα που δίνουν το πράσινο φως στο υπόλοιπο σώμα να ρίξει τους τόνους κι εντέλει να σταματήσει.

Οποια από τις δύο περιπτώσεις κι αν είναι περισσότερο κοντά στην αλήθεια κι άρα στην καθημερινότητα των δρομέων που μάχονται με τον εαυτό τους και την κόπωση, πώς μπορούν να βγουν νικητές στο τέλος της διαδρομής; Η πιο προφανής μέθοδος είναι η εντατική προπόνηση. Αλλά όχι όποια κι όποια. Πρέπει κάθε φορά οι δρομείς να επιλέγουν ένα πρόγραμμα που να είναι τόσο απαιτητικό, ώστε να ωθούν τον εαυτό τους όσο πιο κοντά στα άκρα γίνεται κι άρα να συνηθίζει τις δύσκολες κι υπερβολικές απαιτήσεις της άσκησης, φεύγοντας πολύ μακριά από τη ζώνη άνεσης του ατόμου. Ενα άλλο κόλπο που ίσως να είναι αποτελεσματικό είναι να αφαιρέσει κάποιος τα στοιχεία από την προπόνηση που κάνουν την προσπάθεια λιγάκι πιο εύκολη. Αυτά μπορεί να είναι η καφεΐνη που, όπως έχουν αποδείξει έρευνες, βοηθά στη βελτίωση της προσπάθειας αφού επηρεάζει τον εγκέφαλο, με αποτέλεσμα εκείνος να μην αντιλαμβάνεται τις δυσκολίες της κατάστασης, να αυξάνει την οξείδωση του λίπους και να μετριάζει την παραγωγή γλυκογόνου στους μυς. Ή η μουσική η οποία αποσπά την προσοχή από την κόπωση και κάνει τη διαδρομή πιο ευχάριστη.

Το πιο αποτελεσματικό τρικ

Για τους επιστήμονες, ωστόσο, το πιο αποτελεσματικό τρικ ώστε να καταφέρει εντέλει ένας δρομέας να τα βγάλει πέρα με τη φυσική κίνηση και την πνευματική εξάντληση είναι να τροφοδοτήσει τον εγκέφαλό του με τα απαραίτητα ερεθίσματα, ώστε να ρυθμίσει την προσπάθεια και το αίσθημα της κόπωσης. Είναι αυτό που επιβάλλουν οι ελίτ αθλητές στον εαυτό τους. Για μεγάλο χρονικό διάστημα εκθέτουν το σώμα τους στον πόνο και την ταλαιπωρία ώστε να εκπαιδεύσουν τον εγκέφαλό τους να πιστεύει στο τέλος πως είναι εντάξει να το βιώνει όλο αυτό στην προπόνηση αλλά και στον αγώνα. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που τους βλέπουμε να μην τα παρατάνε πολύ εύκολα, να σφίγγουν τα δόντια μέχρι να τερματίσουν. Ξέρουν καλά πως ο πόνος είναι προσωρινός, ενώ το «στίγμα» της ηττοπάθειας διαρκεί για πάντα!