Παλιά, απ’ την απώτατη αρχαιότητα έως τον προπερασμένο αιώνα, οι πόλεις ήταν φρούρια κανονικά. Τείχη τις προεφύλασσαν από επίδοξους εισβολείς. Πύλες άνοιγαν με το πρώτο φως και αμπάρωναν με τη δύση του ηλίου, ώστε οι κάτοικοί τους να αισθάνονται τη νύχτα ασφαλείς. Οσοι από την ύπαιθρο είχαν βρεθεί για υποθέσεις τους στο άστυ βιάζονταν –καθώς προχωρούσε η ώρα –να πάρουν τον δρόμο του γυρισμού ή αναζητούσαν πρόχειρο κατάλυμα για να διανυκτερεύσουν.
Η Κέρκυρα δεν υποτάχθηκε ποτέ στον οθωμανικό ζυγό. Γνώρισε εν τούτοις τρεις δυτικούς κατακτητές. Τους Βενετσιάνους, τους Γάλλους και τους Βρετανούς, γεύτηκε δε για σύντομο διάστημα και τη ρώσικη κηδεμονία. Αποχωρώντας ο κάθε δυνάστης άφηνε τα ίχνη του στις ψυχές των Κερκυραίων και στον τόπο τους. Οι Γάλλοι θεμελίωσαν το περίφημο Λιστόν. Οι Εγγλέζοι έχτισαν λίγα μέτρα παραπέρα το Ανάκτορο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου, που το χρησιμοποίησε ως θερινή του έδρα μέχρι και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο «τέως», κατά τη δεκαετία του 1960. Οι Βενετοί, αιώνες νωρίτερα, οχύρωσαν την πόλη και έφτιαξαν –μεταξύ των άλλων –και την Πορταριάλα.
Porta Reale, Βασιλική δηλαδή Πύλη. Περιγράφεται και απεικονίζεται ως ένα αριστούργημα αρχιτεκτονικής και γλυπτικής, τόσο ξεχωριστό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα της εποχής ώστε τα σχέδιά του φυλάσσονται στο μουσείο του Τορίνο. Επιβλητική στο μέγεθος, κατασκευασμένη από λαξευτό κερκυραϊκό λίθο, διακοσμημένη με ανάγλυφα θαυμαστής τέχνης, είχε στην κορυφή της το εμβληματικό ενετικό λιοντάρι, με τα φτερά του ορθάνοιχτα και το δεξί του μπροστινό πόδι υψωμένο, να κρατά το Ευαγγέλιο. Επί τριακόσια και πλέον χρόνια, η Porta Reale στάθηκε σημείο αναφοράς και καμάρι για τους Κορφούς.
Περί το 1880, σούσουρο άρχισε να σηκώνεται. Οι κάτοικοι των προαστίων και της υπαίθρου ζητούσαν όλο και πιο έντονα, όλο και πιο οργίλα να κατεδαφιστεί η Πορταριάλα. Φανατισμένοι από τοπικούς πολιτευτές οι μαθητές και ο φτωχόκοσμος την αντιμετώπιζαν πλέον όχι ως μνημείο τέχνης και ιστορίας αλλά σαν σύμβολο κοινωνικού ρατσισμού και καταπίεσης. Σαν το σημείο που χώριζε τους χωριάτες από τους χωραΐτες, τους βιοπαλαιστές των αγρών και των εργοστασίων από τους τρυφηλούς αστούς και άρχοντες.
«Πού ακούστηκε μια βρωμόπορτα ενετική να αποκαλείται μνημείον;» διερρήγνυαν τα ιμάτιά τους οι ρήτορες των καφενείων. Προχωρούσαν μάλιστα ακόμα παραπέρα. Χαρακτήριζαν τις επιφανείς οικογένειες του νησιού –τους Θεοτόκηδες, τους Μάντζαρους, ακόμα και τους Καποδίστριες –απογόνους του βενετού κατακτητή, άρα εξωνημένους. Γερμανοτσολιάδες θα τους έλεγαν σήμερα.
Οι εργολάβοι που θα αναλάμβαναν το γκρέμισμα της Πορταριάλας και την ανοικοδόμηση της περιοχής έτριβαν φυσικά τα χέρια τους. Και υποδαύλιζαν όπως μπορούσαν το ταξικό μίσος.
Η Κέρκυρα στάθηκε κοιτίδα των πρώτων ελλήνων σοσιαλιστών. Ανθρωποι εντυπωσιακής μόρφωσης σαν τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη –ο οποίος μετέφραζε από τα σανσκριτικά και ήταν μέγας μετρ του σκακιού –και εξαιρετικής ευαισθησίας σαν τον συγγραφέα Κωνσταντίνο Θεοτόκη αποπειρώνταν, οργανώνοντας ακόμα και άτυπα συνέδρια, να μεταλαμπαδεύσουν στην Ελλάδα το σοσιαλιστικό πνεύμα της εποχής.
Σκαρφάλωσαν όλοι εκείνοι στην Πορταριάλα μια μέρα του χειμώνα του 1890 και απευθύνθηκαν στο αγανακτισμένο πλήθος που την πολιορκούσε κάπως έτσι: «Εάν νομίζετε ότι ισοπεδώνοντας αυτό το κόσμημα της πόλης μας θα αλλάξετε τις ζωές σας, είστε φρικτά γελασμένοι. Με ή δίχως την Πορταριάλα, οι εκμεταλλευτές του μόχθου σας θα εξακολουθήσουν να σας ξεζουμίζουν. Θα στερηθείτε απλώς ένα παράδειγμα ομορφιάς και αρμονίας. Αυτό επιδιώκουν κατά βάθος όσοι σας προτρέπουν να εκτονώσετε τη δίκαια οργή σας πάνω στο μνημείο: να χάσετε –και να ξεχάσετε –το καλό και το ωραίο. Ωστε η δικιά τους φτήνια, η δική τους χυδαιότητα να επικρατήσει. Να γίνει κανόνας. Σεβαστείτε, προστατέψτε την Πορταριάλα! Την κληρονομήσατε από τους προγόνους σας που την έχτισαν. Τη χρωστάτε στα παιδιά σας!».
Αυτά είπαν ο Μαβίλης και ο Ντίνος Θεοτόκης και ο Πολυλάς στους συμπολίτες τους. Δεν εισακούστηκαν. Φουρνέλα αφάνισαν την Πορταριάλα. Και οι θεομπαίχτες κι οι χαλασοχώρηδες και οι λαϊκιστές της εποχής και τα λαμόγια πάσης φύσεως αγαλλίαζαν.