Αλλιώς βλέπει τη θάλασσα ένας ωκεανολόγος, αλλιώς ένας ναύαρχος κι αλλιώς ένας κολυμβητής. Προφανώς αλλιώς τη βλέπει και ένα μπαρμπούνι από έναν ψαρά ή έναν ιχθυολόγο. Το ίδιο συμβαίνει και με την ελληνική σημαία. Διαφορετικά την αντιμετωπίζει ένας υφασματέμπορος, ένας ξυλουργός που φτιάχνει το κοντάρι κι ένας που βάζει το σκοινί ανάρτησης. Πάντως όλοι οι παραπάνω τη βλέπουν με τον ίδιο τρόπο όταν χρησιμοποιείται ως σύμβολο και άπαντες σε περίσταση πολέμου μπορούν να πεθάνουν γι’ αυτή –τότε οι αντιλήψεις όλων ταυτίζονται. Οπότε, μια σημαία, σε κάθε περίπτωση, είναι μια σημαία και δεν χρειάζεται να την καθαγιάζει κάθε φορά ο Παλαιών Πατρών Γερμανός.
Ακόμα και όταν την μπουρλοτιάζει δημόσια κάποιος προβληματικός Ελλην (υποτίθεται), τότε δεν της βάζει φωτιά ως απλό ύφασμα και ξύλο για να ζεσταθεί, αλλά την καίει ως σύμβολο. Την καίει γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο, επειδή θέλει να καταστρέψει κατά βάθος όλα εκείνα που συμβολίζει, περιέχει, υπονοεί και εκπροσωπεί.
Και μια σημαία αντιπάλου ή ένα λάβαρο, όταν το αφαιρεί κάποιος στη μάχη απ’ τον αντίπαλο, θεωρείται τιμή, όχι γιατί άρπαξε ένα κομμάτι ύφασμα να ράψει σώβρακο, αλλά διότι αυτό το πανί αποτελεί σύμβολο του απεχθούς εχθρού και η πράξη αφαίρεσης σημαίνει την ταπείνωσή του. Αλλιώς δεν θα είχε γίνει διάσημος ο Μανώλης Γλέζος που κατέβασε τη ναζιστική σημαία απ’ την Ακρόπολη στην Κατοχή. Δεν την κατέβασε για να τη φοράει σαν εσάρπα, σαν σάλι ή στο κεφάλι α λα Αραφάτ, αλλά για όλα εκείνα τα τυραννικά κι αβάσταχτα που συμβόλιζε. Γι’ αυτό θεωρήθηκε και ήρωας ο Γλέζος, αλλιώς θα ήταν ένας απλός κλέφτης υφασμάτων του Κοκκώνη της εποχής.
Κι αυτό σημαίνει ότι ακόμα και η σημαία του πιο αποκρουστικού αντιπάλου έχει μοναδική αξία γι’ αυτόν, άρα και για τον εχθρό του. Το ίδιο περίπου ισχύει για τον σταυρό, την ημισέληνο και άλλα σύμβολα, το σφυροδρέπανο, την κόκκινη ή τη λευκή σημαία. Δηλαδή, όταν κάποιος πολιορκημένος που βρίσκεται σε έσχατη απελπισία και υψώνει λευκή σημαία, αυτή δεν χρειάζεται να είναι σημαία ειδική, εγκεκριμένη απ’ το κράτος, τον μητροπολίτη, την κεντρική επιτροπή ή τον εκάστοτε Παρασκευόπουλο για να κάνει τη δουλειά της. Μπορεί να είναι ένα οποιοδήποτε λευκό πανί, ένα πουκάμισο, ακόμα και ένα άσπρο, λερό σφουγγαρόπανο, που όμως όταν υψώνεται σε ένα ξύλο και κινείται πέρα δώθε έχει τη σημασία της ζωής ή του θανάτου για κάποιους ανθρώπους οπουδήποτε στον κόσμο και πάντα. Αντιμετωπίζεται παντού ως σύμβολο παράδοσης –δεν ψάχνει ο πολιορκητής που τη βλέπει να δει πρώτα αν είναι από καλό ύφασμα, αν είναι μετάξι, μπροκάρ, κασμίρι, φανέλα ή κοτλέ ή αν έχει προηγουμένως υψωθεί σε κανένα αντίπαλο κρατικό κτίριο για να καθαγιαστεί και να γίνει αποδεκτή. Το είχε πει κι ο Αγιορείτης: άλλο το άυλον, άλλο το νάιλον. Διότι και το νάιλον, ενίοτε, είναι και νοείται ως άυλον στην πραγματικότητα, όπως τα πλαστικά, γαλανόλευκα σημαιάκια στην παρέλαση.
Τη σημαία του Πολυτεχνείου ίσως την είχαν αναρτήσει καταρχήν χουντικοί, δείτε όμως το νόημα που πήρε μετά –κι αυτό δεν συνέβη επειδή απλώς ήταν σε κρατικό κτίριο. Εξάλλου, ίσως να την είχε φέρει ιδιώτης. Υπάρχει διαφορά;
Ακόμα κι ένας αναρχικός ταπεινώνεται αν του αρπάξεις την κοκκινόμαυρη σημαία –αλλά εδώ, σε μας, βρέθηκε υπουργός Δικαιοσύνης να το δει «επιστημονικά», όπως άλλοι είδαν συνωστισμό στη Σμύρνη. Σε κάθε μαζική σφαγή υπάρχει συνωστισμός, αλλά εκεί είναι το θέμα; Η επιστημονικοφάνεια είναι η τελευταία καταφυγή της υποκρισίας –κάποιοι δεν έχουν καν το σθένος να πούνε αυτό ακριβώς που αισθάνονται. Ποια επιστήμη –γύφτικος πρόλογος. Κι επιπλέον, εν προκειμένω, είναι λες και θέλουνε να κρατικοποιήσουν ακόμα και τη σημαία. Αν την αγοράζεις από ιδιώτη, δεν αξίζει, πρέπει πρώτα να την ευλογήσει το κράτος, να έχει αναρτηθεί προηγουμένως στο Παρακαταθηκών και Δανείων. Είπαμε ότι ορισμένοι απεχθάνονται την ιδιωτική πρωτοβουλία, αλλά ώς έναν βαθμό. Διότι, με αυτή την έννοια τα καταδιωκτικά αεροπλάνα F-16 που αγόρασαν από αμερικανική (ιμπεριαλιστική) πολυεθνική δεν είναι δυνατόν να προασπίσουν την Ελλάδα και τα ευρώ που τυπώνονται εγκεκριμένα μόνο από τους απέξω είναι άχρηστα, απλό χαρτί. Χαρτί είναι σίγουρα, αλλά όχι μόνο –εξάλλου με τέτοια άχρηστα χαρτιά αμείβεται και ο τέως υπουργός. Οπότε, με αυτή τη λογική, και τα εκατομμύρια που έχουν πεθάνει παγκοσμίως, ανά τους αιώνες, για τη σημαία τους, δηλαδή τον λαό, το έθνος ή έστω την ιδεολογία τους, δεν είναι παρά ένας διαχρονικός συνωστισμός παράτυπων νεκρών χωρίς νόημα. Εφόσον ο θάνατός τους είναι μη εγκεκριμένος ως ηρωική πράξη απ’ το ελληνικό κράτος.
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης είναι συγγραφέας. Το τελευταίο βιβλίο του είναι το μυθιστόρημα «Υπουργός Νύχτας» (Πατάκη).