Στην οικογένειά μου φούσκες τις λέγαμε. Τις φούσκες, τυλιγμένες σε εφημερίδες, κατέβαζε κάθε Δεκέμβριο η μητέρα μου από το πατάρι για να στολίσουμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Κι εδώ που τα λέμε, πιο ακριβές είναι το «φούσκα» από το «μπάλα», το οποίο, όπως και να το δεις, έχει μια οντότητα. Ενώ η φούσκα τι είναι; Ενα εντυπωσιακό στολίδι σε λαμπερά χρώματα, διακοσμημένο με χρυσόσκονη, που όταν το πιάνεις στο χέρι σου όμως –τόσο ελαφρύ που είναι –καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για ένα τίποτα. Από τις πρώτες παιδικές γιορτινές μου αναμνήσεις μέχρι σήμερα συνειδητοποίησα πολλές φορές την έννοια της φούσκας. Σε διάφορες μορφές που πάντα όμως περιέβαλλαν ένα τίποτα. Ας πούμε ο «Φούσκας» ήταν ένας κλασικός τύπος στις παιδικές παρέες, τότε που ήμουν πιτσιρίκι και δεν ζούσαμε με τον φόβο του bullying. Επρόκειτο για αγόρια κυρίως, ενίοτε ευτραφή, συνήθως αυθάδη και κατά κανόνα αυτοαναφορικά, που πουλούσαν σπουδαιοφάνεια, στην πράξη όμως ήταν αναποτελεσματικά και αδέξια, αυτό που λέμε «μπουχέσες». Βέβαια, κάπου υπάρχει ένας θεός που αγαπάει τους «μπουχέσες» γιατί κάποιοι από αυτούς, επενδύοντας στον σωστό συνδυασμό θρασύτητας και κουτοπονηριάς, έφτασαν να γίνουν μη σας πω και υπουργοί και ακόμη παραπάνω.
Μεγαλώνοντας έμαθα, θέλοντας και μη, για πολλών ειδών φούσκες. Από τις οικονομικές και τις χρηματιστηριακές μέχρι τις καλλιτεχνικές, ακόμη και τις θαλασσινές που είναι και οι πιο νόστιμες. Οι πιο προβλέψιμες και αναγνωρίσιμες, οι επικοινωνιακές, οι οποίες έχουν την ιδιότητα, με το που εκδηλώνονται, να αυτοκαταστρέφονται, να «αυτοσκάνε» –αν μου επιτρέπεται ο νεολογισμός. Οι πιο εκνευριστικές, οι τσιχλόφουσκες. Και οι πιο επικίνδυνες οι φούσκες που δημιουργούν οι αυταπάτες. Είναι ακριβώς σαν ένα μπαλόνι που κι αυτό περί φούσκας πρόκειται. Κοιτάξτε τώρα τι γίνεται. Αυτός που αρχίζει να φουσκώνει το μπαλόνι (ή την αυταπάτη) χάνει σιγά σιγά την επαφή με την πραγματικότητα αφού, καθώς μεγαλώνει το μπαλόνι, του εμποδίζει τη θέα προς αυτήν. Αφήστε που κάτι γίνεται με το οξυγόνο που εκπνέει και του προκαλεί μια ευχάριστη ζαλάδα, κάτι σαν μέθη, χώρια που ψιλοβουλώνουν και τα αφτιά. Επίσης ο απέναντι δεν βλέπει αυτόν που φουσκώνει το μπαλόνι, καθώς ο «φούσκας» κρύβεται πίσω από την εντυπωσιακή φούσκα του. Και έτσι, απομονωμένος ο μεν από τους δε, ζει στην κοσμάρα του. Το μπαλόνι όμως δεν μπορεί να φουσκώνει επ’ άπειρον. Κάποια στιγμή σπάει νομοτελειακά. Είναι η θλιβερή στιγμή που εκείνος που βρισκόταν πίσω από τη φούσκα γίνεται ένας κακομοίρης, με ένα σκισμένο λάστιχο να κρέμεται από το στόμα του.
Συμπέρασμα; Ο ακριβέστερος μετρητής για το αν κάτι πρόκειται περί φούσκας είναι ο χρόνος. Γιατί, όπως ένα μπαλόνι όταν παραφουσκώσει σπάει, η μοίρα της φούσκας είναι η θνησιγένειά της. Για το καλό όλων μας.
Καλά Χριστούγεννα λοιπόν και αλάργα από τις πραγματικές φούσκες.