Το παιδικό μυθιστόρημα «Η Πολυάννα και το παιχνίδι της χαράς» της Eleanor Harper γαλούχησε γενεές επί γενεών –από την εποχή της γιαγιάς μου μέχρι σήμερα. Καλογραμμένο, γλυκούτσικο, νοστιμούτσικο και ροζ –μέσα από τα μάτια της μικρής ηρωίδας της Πολυάννας –μιλούσε για τη σαν φιλοσοφία ένα πράμα του παιχνιδιού της χαράς. Οταν η μικρή Πολυάννα συναντούσε π.χ. κάποιον που του έλειπε το ένα πόδι, αναφωνούσε χαρωπά: «Πάλι καλά που δεν σας λείπουν και τα δύο πόδια». Ή ήσουν σε αναπηρικό καροτσάκι και σου ‘λεγε «πάλι καλά που έχετε όραση, όσφρηση και ακοή».
Στην «Πολυάννα και το παιχνίδι της χαράς» στους τυφλούς αποθεωνόταν ο μονόφθαλμος. Κι αυτή τη σαν φιλοσοφία ένα πράμα μετάγγιζε και στους υπόλοιπους ήρωες του βιβλίου. Μέχρι που η Μικρή της Πόλη έγινε ένα μεγάαααλο πολύχρωμο ζαχαρωτό όπου ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς…
Στο «εμείς» τώρα. Αν η μικρή Πολυάννα ερχόταν επίσκεψη στον ΔΟΛ στη Μιχαλακοπούλου, θα έλεγε χαρούμενη στους απλήρωτους εργαζόμενους:
«Δεν λέτε πάλι καλά που αναστείλατε την απεργία και δεν θα μείνετε άνεργοι χριστουγεννιάτικα;».
Βούρκωνα στα παιδικά μου χρόνια με τη γλυκιά μου Πολυάννα, γέλαγα μαζί της στα νιάτα μου, την ξέχασα στην ωριμότητά μου. Μέχρι που οι τελευταίες ημέρες και οι συζητήσεις με τους συναδέλφους στην εφημερίδα με ανάγκασαν να την ανασύρω εκ νέου από τη μνήμη μου. Ολοι οι διάλογοί μας, βλέπεις, εκεί παρέπεμπαν:
«Δεν λες πάλι καλά που έχουμε την υγεία μας».
«Δεν λες πάλι καλά που μόλις βγήκε ο μπαμπάς απ’ το νοσοκομείο».
«Δεν λες πάλι καλά που η γυναίκα μου είναι χωρίς δουλειά και με καταλαβαίνει».
«Δεν λες πάλι καλά που το παιδί μου πήρε υποτροφία».
«Πάλι καλά, πάλι καλά, πάλι καλά». Αυτή είναι ζωή, αδελφέ μου. Η ντόλτσε βίτα αυτή είναι. Διότι σκέψου λέει, όχι σκέψου να αγωνίζεσαι για τη δουλειά σου και να είσαι άρρωστος με μπαμπά στο νοσοκομείο, γυναίκα στρίγκλα και παιδί που δεν παίρνει τα γράμματα. Εκεί να δω μαγκιές, μικρή μου Πολυάννα. Εκεί να δω τα ζαχαρωτά «πάλι καλά» σου.
Ζούμε πλέον στην Ελλάδα τού «πάλι καλά». Λουκέτα παντού, άνεργοι παντού. «Πάλι καλά» που υπάρχουν τα μπλοκάκια και τα μεροκάματα του τρόμου. «Πάλι καλά» που σε τραυμάτισε αλλά δεν σε πάτησε η νταλίκα της αθλιότητας. «Πάλι καλά»…
Λοιπόν. Αυτό το κείμενο της τελευταίας σελίδας δεν αφορά σε τράπεζες και εργοδότες. Σήμερα εμείς οι δημοσιογράφοι των «ΝΕΩΝ» και του «Βήματος» –κάποιοι από μας έστω –γράφουμε ο ένας για τον άλλον. Γράφουμε για τις υπογραφές των συναδέλφων που μας συντροφεύουν στη σελίδα μας, στο φύλλο του Σαββάτου, στο καθημερινό μας φύλλο. Γράφουμε για τους φίλους που έχουμε τόσα μοιραστεί μαζί τους.
Και πάνω απ’ όλα, γράφουμε για τους αναγνώστες μας. Είτε για να ανανεώσουμε το ραντεβού, είτε για να τους αποχαιρετίσουμε. Προσωπική η σχέση που χτίσαμε μαζί τους όλα αυτά τα χρόνια. Αυτό. Μόνο.
Κατά τα άλλα, τα παιχνίδια της χαράς, οι αγωνιστικές ιαχές και τα venceremos μακράν ημών, μικρή μου Πολυάννα.
ΥΓ: Αφιερωμένο στη Σιμόνη Λαζίδη.