Τις τελευταίες 48 ώρες πριν από τις πρόσφατες αμερικανικές εκλογές, οι τρεις ειδήσεις που διανεμήθηκαν περισσότερο μέσω facebook στο αμερικανικό κοινό, με εκατομμύρια shares, ήταν τρεις «μούφες»: Η «είδηση» πως ο Πάπας ευλόγησε την υποψηφιότητα Τραμπ και του έδωσε την υποστήριξή του. Η «είδηση» πως η Κλίντον κάλεσε τους οπαδούς της σε ένοπλη εξέγερση, σε περίπτωση εκλογής Τραμπ. Και η «είδηση» πως ο πρόεδρος Ομπάμα παραδέχθηκε επιτέλους ότι έχει γεννηθεί στην Κένυα και δεν είναι Αμερικανός.
Προφανώς, ο Τραμπ δεν εξελέγη πρόεδρος επειδή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διακινούσαν ψευδείς ειδήσεις που τον ευνοούσαν. Αλλά, ακόμη προφανέστερα, υπάρχει ευθεία σχέση ανάμεσα σε μια κουλτούρα «ενημέρωσης» που περιφρονεί την αλήθεια και σε ένα πολιτικό ρεύμα που κινείται μακράν και πέραν της αλήθειας –post truth politics το βάφτισαν στη Βρετανία του Brexit και στην Αμερική του Τραμπ. Και αυτή η διπλή εμπειρία άνοιξε ξανά, με μεγαλύτερη ένταση, την παλιά συζήτηση: Πώς μπορεί να προστατευθεί η δημόσια σφαίρα της δημοκρατίας από την επέλαση του post truth; Πώς μπορεί το Διαδίκτυο να ξεχωρίσει την ήρα από το στάρι και να φιλτράρει τα ψέματα; Και πώς μπορεί να διασωθεί η παραδοσιακή, η «ελέγξιμη δημοσιογραφία» (accountable journalism) από τον ακατανίκητο ανταγωνισμό μιας «δημοσιογραφίας» ανεξέλεγκτης και αδιαφανούς, που την πνίγει; Πώς μπορεί να επανέλθει στις εφημερίδες, στους δημοσιογραφικούς οργανισμούς γενικότερα, ένα μέρος των πόρων που μεταφέρονται σε μηχανές αναζήτησης και μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Η συζήτηση προσγειώθηκε παρ’ ημίν, εμπαθής και λαχανιασμένη, με αφορμή την περιπέτεια αυτής της εφημερίδας.
Μεγάλη συζήτηση. Που συνοψίζεται σε μια απλή διαπίστωση. Κάποτε όσοι αγαπούσαν να λύνουν σταυρόλεξα αγόραζαν εφημερίδα για να ικανοποιήσουν την επιθυμία τους, τώρα υπάρχουν άπειρες σελίδες με σταυρόλεξα στο Διαδίκτυο. Κάποτε όσοι αγαπούσαν το ποδόσφαιρο, αγόραζαν εφημερίδα την επομένη για να διαβάσουν μια κριτική του ματς της ομάδας τους, τώρα μπορούν να βρουν δεκάδες κριτικές αναλύσεις, μαζί με βίντεο με τα γκολ, πριν προλάβουν να γυρίσουν από το γήπεδο στο σπίτι. Κάποτε η εφημερίδα ήταν η μόνη πηγή για ειδήσεις και αναλύσεις της επικαιρότητας, τώρα κολυμπάμε διαρκώς σε μια θάλασσα πληροφοριών και ωκεανούς απόψεων. Το μόνο που δεν μπορεί να βρει κανείς (παρά μόνο ως λαμπρή εξαίρεση) έξω από τον παραδοσιακό, «συστημικό» κόσμο των μεγάλων δημοσιογραφικών οργανισμών, έντυπων, ηλεκτρονικών ή διαδικτυακών, είναι το είδος της ποιοτικής, ελέγξιμης, λογοδοτούσας δημοσιογραφίας που αυτοί οι οργανισμοί έως τώρα χρηματοδοτούσαν με ένα μέρος των διαφημιστικών τους εσόδων, των εσόδων που τώρα χάνονται. Τι να κάνουμε;
Χρόνια τώρα, κυκλοφορεί ως ιδέα και δοκιμάζεται ως λύση μια μορφή επιδότησης του Τύπου, άμεσης ή έμμεσης, μέσω φοροαπαλλαγών ή με απευθείας χρηματοδότηση. Στη Βρετανία, τη Γαλλία, το Βέλγιο ή τη Δανία ο ΦΠΑ για τις εφημερίδες είναι μηδενικός. Αλλού παρέχονται δωρεάν ηλεκτρικό ρεύμα και τηλεπικοινωνίες. Στο Λουξεμβούργο δίδονται επιχορηγήσεις περί τα 10 εκατ. ευρώ τον χρόνο σε όλες τις εφημερίδες. Στην Ιταλία έπεσε στο τραπέζι η ιδέα να εκπίπτει από τον φόρο η διαφημιστική δαπάνη των επιχειρήσεων που αντιστοιχεί σε καταχωρίσεις σε εφημερίδες. Στη Γαλλία, η ιδέα να πληρώνουν οι μεγάλοι διαδικτυακοί φορείς όπως η Google ένα τέλος υπέρ ενός ταμείου Τύπου. Ακόμη και στις ΗΠΑ ο πρόεδρος Ομπάμα είχε δηλώσει στο Κογκρέσο έτοιμος να συζητήσει μέτρα οικονομικής ενίσχυσης για την επιβίωση του Τύπου. Αλλά το πρόβλημα πουθενά δεν έχει λυθεί. Και επιπλέον όλες αυτές οι μέθοδοι έχουν δεχθεί την κριτική των ίδιων των δημοσιογράφων ότι όχι μόνο δεν λύνουν το πρόβλημα, αλλά και ότι εμποδίζουν την ανανέωση, την αναζήτηση, την αλλαγή του ξεπερασμένου μοντέλου ενημέρωσης, την τεχνολογική καινοτομία.
Η συζήτηση αυτή είναι ανοιχτή –και παραμένει μάλλον ξένη στα καθ’ ημάς ήθη. Αλλωστε κανείς δεν θα μπορούσε στα σοβαρά να σκεφτεί ή να προτείνει, στις σημερινές συνθήκες, μέτρα οικονομικής ενίσχυσης του Τύπου από έναν προϋπολογισμό που ακόμη υφίσταται τις συνέπειες της χρεοκοπίας του 2009. Υπάρχει όμως μια άλλη συζήτηση, που είναι επίσης ανοιχτή σε όλο τον κόσμο και που μας αφορά περισσότερο. Καθώς ο φόβος και η οργή γίνονται πια τα κυρίαρχα πολιτικά αισθήματα –στην Ελλάδα εδώ και έξι χρόνια, στη Βρετανία και τις ΗΠΑ φέτος, ίσως στη Γερμανία, την Ιταλία και τη Γαλλία του χρόνου –καταλαβαίνουμε ότι η προστασία των κανόνων του δημοκρατικού παιχνιδιού και η υπεράσπιση των δημοκρατικών θεσμών δεν μπορεί πια να θεωρούνται κάτι δεδομένο και αυτονόητο. Είναι ζητούμενο και διακυβεύσιμο. Και η ποιότητα της δημοσιογραφίας, η πολυφωνία στην ενημέρωση, η επιβίωση της δημοσιογραφίας που τηρεί κανόνες, ελέγχεται και λογοδοτεί και πληρώνει τα λάθη της είναι κρίσιμες παράμετροι μιας συνολικότερης μάχης.
Υπάρχει ένας απλός τρόπος να ξεχωρίζουμε τα στρατόπεδα, τα μέτωπα αυτής της μάχης. Είναι, ας πούμε, σαφές ότι δεν ανήκουν στην ίδια πλευρά του πολέμου εκείνοι που όταν απειλείται με εξαφάνιση ένα μεγάλο ιστορικό μέσο ενημέρωσης –ακόμη κι αν διαφωνούν με την άποψη ή τη δημοσιογραφία του –το νιώθουν σαν απειλή και ήττα που πρέπει να αποτραπεί, έστω κι αν δεν βρίσκουν τρόπο να το αποτρέψουν, και εκείνοι που αντιμετωπίζουν την εξέλιξη με άγρια χαρά, ως μια πολιτική νίκη επί ενός αντιπάλου, έστω κι αν δεν έκαναν τίποτε για να την επισπεύσουν.