«Αλλο Κύπρος, άλλο Κυπριακή Δημοκρατία». Για ικανοποίηση της τουρκικής πλευράς. Και: «Η Κύπρος διαλαμβάνει αυτονοήτως και την Κυπριακή Δημοκρατία» ως ανεξάρτητη κρατική οντότητα. Για καθησυχασμό της ελληνικής.
Με το βρετανικό αυτό σόφισμα, τα Ηνωμένα Εθνη (και με την άμεση στήριξη των ΗΠΑ) προάγουν εντατικές πρωτοβουλίες για να πετύχουν υπέρβαση του σκοπέλου που επαπειλεί με ναυάγιο την προγραμματισμένη Διάσκεψη της Γενεύης. Κι επομένως ακύρωση των ελπίδων για επίλυση του Κυπριακού. Καθώς:
– Η μεν Αγκυρα δεν αποδέχεται την εκπροσώπηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, την οποία με τίποτα δεν αναγνωρίζει ως κρατική οντότητα. Θυσιάζοντας, άλλωστε, ακόμη και την ενταξιακή της προοπτική σ’ αυτή την πάγια θέση.
– Η δε Λευκωσία θεωρεί παντελώς αδιανόητη την απουσία του κυπριακού κράτους, εφόσον θεωρεί ότι λύση σημαίνει ουσιαστικά «ομοσπονδιακή μετεξέλιξη» της Κυπριακής Δημοκρατίας. Κι επομένως δεν νοείται και δεν μπορεί να μη μετέχει στις διεργασίες.
Με βάση ακριβώς το βρετανικό σκεπτικό, που προάγεται ως εφεύρημα (και μέση τομή) για την αποτροπή αδιεξόδου: Η Κύπρος διαλαμβάνει αυτονοήτως την Κυπριακή Δημοκρατία, ενώ η τελευταία «δεν καλύπτει όλη τη γεωπολιτική επικράτεια της μεγαλονήσου. Εφόσον, πέραν άλλων, δεν διαλαμβάνει τα «κυρίαρχα εδάφη» των βρετανικών βάσεων! Οι οποίες παρεμπιπτόντως δεν είχαν ενταχθεί (και δεν έχουν μέχρι τώρα) στην Ευρωπαϊκή Ενωση με απαίτηση της Βρετανίας. Επομένως, οι δυο ενδιαφερόμενες πλευρές (ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή) μπορούν να ερμηνεύουν κατά το δοκούν την αναφορά «γενικά σε Κύπρο». Αρα και στην παρουσία της στη Διάσκεψη χωρίς εξειδίκευση ως προς τις κρατικές παραμέτρους που αυτή καλύπτει. Πέραν δηλαδή του γεωγραφικού της προσδιορισμού. Κι αυτά, ενώ:
n Επιτείνονται αφενός οι φόβοι ότι ενδεχομένως η Αγκυρα να μεθοδεύει (με διάφορα προσχήματα) παρελκυστική τακτική, με προφανή στόχο τη χρονική μετάθεση των τελικών διαδικασιών, όπως αυτές προγραμματίσθηκαν από τα Ηνωμένα Εθνη με συνδρομή και τρίτων δυνάμεων που διαμεσολαβούν.
n Εντείνονται αφετέρου οι συντονισμένες παρεμβάσεις ισχυρών παραγόντων, προκειμένου «να κλειδώσουν δεσμευτικά» οι συμμετοχές στη Διάσκεψη της Γενεύης, με συμφωνία των κυρίως ενδιαφερομένων μερών. Και πρωταρχικά των τριών Εγγυητριών Δυνάμεων. Με τη συναίνεση των οποίων και μόνο μπορεί να διαφοροποιηθεί η Συνθήκη Εγγυήσεως και Συμμαχίας του 1960. Η οποία και δίνει ακριβώς ερείσματα στην Αγκυρα για να πράττει (και διαπράττει) όσα σήμερα τείνουν να δημιουργήσουν υποτροπές.
Το ραντεβού Τσίπρα – Ερντογάν. Κι ενώ η Αγκυρα τηρεί αποστάσεις, επικαλύπτοντας με σιωπή τις εν προκειμένω προθέσεις της (για τις οποίες εκφράζονται από τα Ηνωμένα Εθνη φόβοι ότι σχετίζονται με εκβιαστικό αιφνιδιασμό λίγο πριν από τις ημερομηνίες που προσδιορίσθηκαν για τη Διάσκεψη), από την Ουάσιγκτον στοχοθετείται ως άμεση προτεραιότητα η συνάντηση Ερντογάν – Τσίπρα.
Από τους οποίους και θα ζητηθεί «προσυμφωνία» για τα ζητήματα της ασφάλειας και των Εγγυήσεων. Οι λεπτομέρειες της οποίας και μόνο θ’ απομείνουν για οριστικοποίηση κατά τη Διάσκεψη της Γενεύης στις 12 Ιανουαρίου. Κι αφού βεβαίως οι ηγέτες των δυο κοινοτήτων στη Λευκωσία καταλήξουν σε τελική οριοθέτηση των δυο διοικητικών περιοχών της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Καθώς και σε οριστικό πλαίσιο νομής της κεντρικής εξουσίας. Αγκάθι της οποίας παραμένει το θέμα της «εκ περιτροπής προεδρίας». Που η τουρκοκυπριακή πλευρά το θεωρεί (και το θέτει) ως sine qua non.
Από πλευράς Αθήνας, διατυπώνονται (και προς τη Λευκωσία και προς τρίτους) εύλογες ανησυχίες ότι: Σε περίπτωση που η Αγκυρα δεν ικανοποιηθεί ως προς εκδηλωμένες απαιτήσεις της θα προσπαθήσει –με στοχευμένες ενέργειες –να δημιουργήσει περιβάλλον εντάσεων, με επίκεντρο πάντα το Αιγαίο. Ιδιαίτερα σε ζώνες όπου ήδη αναπτύσσονται δυνάμει εντάσεις, με προκλητικές ενέργειες αμφισβητήσεως κυριαρχικών δικαιωμάτων. Εξάγοντας έτσι και τα εσωτερικά της προβλήματα, που παροξύνονται στο έπακρο λόγω κυρίως του Κουρδικού.
Υπό το φως αυτών των παρασκηνιακών διεργασιών και των μεσολαβητικών πρωτοβουλιών που εντατικοποιούνται, οι επόμενες λίγες μέρες προκρίνονται αποφασιστικές και για το Κυπριακό ειδικότερα και για τα ελληνοτουρκικά γενικότερα. Κι αυτό θα γίνει αρκούντως αισθητό και στην Αθήνα και στη Λευκωσία. Τις οποίες και «θα οργώσουν» οι μεσολαβητές. Κυρίως από πλευράς Ηνωμένων Πολιτειών, που αυτή τη στιγμή «έχουν το απάνω χέρι». Και που κινούνται όχι επί κενού, αλλά στη βάση συγκεκριμένων (και προαποφασισμένων) στοχοθετήσεων για τις προαγόμενες λύσεις. Κομμένες και ραμμένες στα μέτρα: αφενός του νέου ενεργειακού περιβάλλοντος. Και αφετέρου των γεωπολιτικών ανατροπών (και ανακατατάξεως των ισοζυγίων) στη σύνολη περιοχή.
Τουρκικός ελιγμός στο παρά πέντε
Σαφώς τελεσιγραφικές απαιτήσεις διατύπωσε ο κατοχικός ηγέτης των Τουρκοκυπρίων Μουσταφά Ακιντζί, προκειμένου να υπάρξει παραγωγική Διάσκεψη για λύση του Κυπριακού. Κι αυτό είναι σαφές ότι αποτελεί ελιγμό της Αγκυρας, που πραγματοποιείται στο παρά πέντε, δημιουργώντας ανάλογο κλίμα εκβιασμού της ελληνικής πλευράς και ταυτόχρονα ενεργοποιώντας ανάλογες πιέσεις τρίτων για αποσόβηση αδιεξόδου. Πιο συγκεκριμένα, ο Μουσταφά Ακιντζί ξεκαθάρισε ότι θεωρεί εκτός συζητήσεως –κι επομένως ως μέρος της διαπραγματευτικής διαδικασίας:
α) Την «εκ περιτροπής προεδρία» του ομόσπονδου μορφώματος που θα καθιδρυθεί ως αποτέλεσμα του ιστορικού συμβιβασμού. β) Τη συνέχιση της «εγγυητικής παρουσίας» της Τουρκίας σε ό,τι τουλάχιστον αφορά το τουρκοκυπριακό σκέλος της Διζωνικής Ομοσπονδίας. Χωρίς αυτά –είπε στο Αλ Τζαζίρα –ούτε λύση μπορεί να υπάρξει, ούτε και λόγος για δημοψήφισμα μπορεί να γίνεται, προκειμένου «οι δυο λαοί» ν’ αποφανθούν και να εγκρίνουν διευθέτηση. Για την οποία ετοιμάζει από πλευράς του χάρτη, «με το 29,2% +» του εδάφους της Κύπρου να υπάγεται στο τουρκοκυπριακό κρατίδιο.
Αυτές οι αξιώσεις Ακιντζί (που είναι φανερό πως τις υποβάλλει μέσω αυτού η Αγκυρα) τείνουν να δημιουργήσουν κατάσταση δυσφορίας το λιγότερο στους μεσολαβητές. Που αντιλαμβάνονται ότι θα υποχρεωθούν σε «σκληρό ροκ» από την τουρκική πλευρά πριν καν αρχίσει τελική διαπραγμάτευση.