Φαντάζεστε μια Σκωτία που θα είναι μέλος της ευρωπαϊκής ενιαίας αγοράς και θα συνορεύει με μια Αγγλία η οποία θα έχει αποχωρήσει από αυτήν την αγορά μετά την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ενωση; Αυτό είναι το φιλόδοξο στοίχημα που βάζει η πρωθυπουργός της Σκωτίας Νίκολα Στέρτζον, η οποία προσπαθεί με κάθε τρόπο να παρακάμψει το Brexit. Mε όπλο της το 62% των Σκωτσέζων που στο δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου ψήφισαν υπέρ της παραμονής στην Ευρώπη, θεωρεί χρέος της να εμποδίσει την επιβολή της βούλησης των υπόλοιπων Βρετανών στον λαό της. Και για τον σκοπό αυτόν τάσσεται ανοιχτά υπέρ της διεξαγωγής ενός νέου δημοψηφίσματος.

Σε ομιλία της προχθές στο σκωτσέζικο Κοινοβούλιο, η Στέρτζον παρουσίασε μια στρατηγική σε τρία στάδια, την οποία ονόμασε «σημαντικό συμβιβασμό» σε σχέση με το όνειρο της ανεξαρτησίας. Πρώτον, να απαιτήσει την παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην ευρωπαϊκή ενιαία αγορά. Δεύτερον, εάν δεν συμβεί αυτό, να ζητήσει να παραμείνει η Σκωτία στην αγορά, χωρίς να πάψει να ανήκει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Και τρίτον, αν ούτε αυτό καταστεί δυνατό, «να παραμείνει στο τραπέζι η επιλογή της ανεξαρτησίας». Για να μην υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία, η σκωτσέζα πρωθυπουργός δήλωσε ότι η επιλογή που προτιμά η ίδια είναι η τελευταία. Δεν βιάζεται όμως. Πριν από δύο χρόνια, τον Σεπτέμβριο του 2014, οι Σκωτσέζοι είχαν ψηφίσει κατά της ανεξαρτησίας με ποσοστό 55%. Σήμερα, παρά το Brexit, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το αποτέλεσμα θα ήταν ανάλογο.

Σύμφωνα με τη Στέρτζον, 80.000 θέσεις εργασίας στη Σκωτία εξαρτώνται από την ενιαία αγορά. Αυτός ο χώρος ελεύθερων συναλλαγών –είπε –όχι μόνο επιτρέπει το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών, αλλά επιβάλλει και κοινούς κανόνες σε ό,τι αφορά το περιβάλλον ή τα δικαιώματα των εργαζομένων και των καταναλωτών. Παρέχει επίσης το δικαίωμα της εργασίας σε όλες τις χώρες-μέλη. Τρεις χώρες είναι σήμερα μέλη της ενιαίας αγοράς χωρίς να ανήκουν στην ΕΕ: η Νορβηγία, το Λίχτενσταϊν και η Ισλανδία.

Το πιο απλό, κατά την άποψη της πρωθυπουργού της Σκωτίας, θα ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο να ακολουθήσει αυτό το μοντέλο. Παραδέχεται όμως ότι, με βάση τη ρητορική της συντηρητικής κυβέρνησης, αυτό είναι αμφίβολο. Το κυριότερο εμπόδιο είναι η μετανάστευση, με τη βρετανίδα πρωθυπουργό Τερίζα Μέι να θέλει να επιβάλει ένα όριο στην ελεύθερη κυκλοφορία.

Η δεύτερη λύση θα ήταν λοιπόν η Σκωτία να ενταχθεί μόνη της στην ενιαία αγορά. Αυτό όμως παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες. Τι θα γινόταν με τους ευρωπαίους μετανάστες στη Σκωτία που θα ήθελαν να εγκατασταθούν στο υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο; Θα έπρεπε να εγκαθιδρυθούν σύνορα μεταξύ Σκωτίας και Αγγλίας; Και οι δασμοί μεταξύ των δύο χωρών;

«Ολα γύρω από το Brexit είναι χωρίς προηγούμενο και δύσκολα» αναγνωρίζει η Στέρτζον. Ο Τσαρλς Γκραντ, διευθυντής του Κέντρου Ευρωπαϊκών Μεταρρυθμίσεων, βλέπει τρία εμπόδια στο να είναι η Σκωτία μέλος της ενιαίας αγοράς και το Ηνωμένο Βασίλειο όχι. Πολλά μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα αντιδρούσαν, θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο θα ενθάρρυνε τις αυτονομιστικές τάσεις περιοχών όπως η Καταλωνία. Θα αντιδρούσε όμως και η Τερίζα Μέι, φοβούμενη ότι μπορεί να ζητούσε καθεστώς ειδικής μεταχείρισης η Βόρεια Ιρλανδία ή ακόμη και το Λονδίνο. Υπάρχουν, τέλος, σοβαρά νομικά εμπόδια. Η Σκωτία, για παράδειγμα, δεν διαθέτει εξουσίες στο ζήτημα της μετανάστευσης ή των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Και δεν έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει μονομερώς τους ευρωπαϊκούς κανόνες χωρίς να κάνει το ίδιο το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο.

Το συμπέρασμα του Τσαρλς Γκραντ είναι αβίαστο: «Αν η Σκωτία θέλει να παραμείνει στην ενιαία αγορά, πρέπει κατά πάσα πιθανότητα να επιλέξει την ανεξαρτησία της».