Η Τουρκία κινείται προς τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, το οποίο αν εγκριθεί θα δώσει στον πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν σχεδόν απόλυτη εξουσία. Δεν είναι λίγοι οι πολιτικοί αναλυτές που εκτιμούν πως κάθε νέα τρομοκρατική επίθεση στο εσωτερικό της χώρας αυξάνει τις πιθανότητές του να κερδίσει. Παράλληλα, όσοι υπολόγιζαν ότι η δολοφονία του ρώσου πρεσβευτή στην Αγκυρα τη Δευτέρα θα υπονομεύσει τις σχέσεις της Τουρκίας με τη Ρωσία που τα τελευταία χρόνια ήταν ταραγμένες, βλέπουν να συμβαίνει μάλλον το αντίθετο: να συνεργάζονται πιο στενά από ποτέ.
Ο δολοφονηθείς πρεσβευτής Αντρέι Καρλόφ ήταν εκ των πρωταγωνιστών των ρωσοτουρκικών συνομιλιών τις τελευταίες δύο εβδομάδες, με τις οποίες αναζητούνταν τρόπος να γίνει εφικτή η απομάκρυνση δεκάδων χιλιάδων πολιτών από το Χαλέπι.
Πλέον η μαρτυρική πόλη έχει πέσει στα χέρια των συριακών κυβερνητικών δυνάμεων που υποστηρίζονται από τη Ρωσία και οι διαπραγματεύσεις έχουν άλλο στόχο: την κατάσταση στην επαρχία Ιντλίμπ, όπου συρρέουν οι χιλιάδες πρόσφυγες και όπου οι Τούρκοι στήνουν καταυλισμούς σε συριακό έδαφος.
Οι συγκρούσεις στη Συρία έχουν φέρει αντιμέτωπες Μόσχα και Αγκυρα, ιδιαίτερα μετά την κατάρριψη ρωσικού μαχητικού από τουρκικά αεροσκάφη πέρυσι. Τους τελευταίους μήνες, ωστόσο, το Κρεμλίνο ξεκίνησε μια άβολη προσέγγιση με την Τουρκία, αντιμετωπίζοντάς την ως εταίρο σε συνομιλίες και αφήνοντας έξω τις ΗΠΑ, με τις οποίες πλέον και οι δύο χώρες έχουν δύσκολη επικοινωνία. Βέβαια, τα όρια αυτής της σχέσης αποκαλύφθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες όταν οι σιίτες μαχητές στο Χαλέπι, που υποστηρίζονται από το Ιράν, αρνήθηκαν να εφαρμόσουν τη συμφωνία Αγκυρας – Μόσχας. Και οι εντάσεις παραμένουν.
Μπορεί ομάδα ρώσων ειδικών να κατέφθασε στην τουρκική πρωτεύουσα την Τρίτη για να συμμετέχει στην έρευνα για τη δολοφονία, τα ερωτήματα όμως παραμένουν πώς οι τουρκικές Αρχές ασφαλείας δεν μπόρεσαν να ελέγξουν τον δράστη, έναν αστυνομικό που είχε πάρει οκτώ φορές μέρος στην προστασία του προέδρου Ερντογάν μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου. Παρότι λοιπόν στα λόγια οι δύο πλευρές εκφράζουν την ελπίδα ότι θα βρουν κοινό τόπο, δεν υπάρχει προς το παρόν εγγύηση ότι αυτό θα συμβεί.
Εκείνο που μπορεί να κάνει ο πρόεδρος Ερντογάν είναι να διεκδικήσει επιπλέον εξουσίες, συσπειρώνοντας την πλειονότητα των 80 εκατ. πολιτών πίσω από τις παράλληλες συγκρούσεις με κούρδους αυτονομιστές και το Ισλαμικό Κράτος. Ο Ερντογάν, το κόμμα του οποίου κυβερνά την Τουρκία από το 2002, διακηρύσσει σε όλους τους τόνους ότι μια ισχυρή προεδρία χρειάζεται για να κυβερνηθεί η χώρα αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Αν κερδίσει το δημοψήφισμα που προετοιμάζεται για το καλοκαίρι, μπορεί να παραμείνει στην εξουσία έως τα τέλη του 2029, με εξουσίες πολύ ενισχυμένες.
«Αν ο Ερντογάν κερδίσει, θα γίνει δικτάτορας» προειδοποιεί ο Κεμάλ Κιλισντάρογλου, αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. «Ο Ερντογάν δεν ανήλθε στην εξουσία επειδή θέλει να κυβερνήσει το κράτος. Ανήλθε επειδή θέλει να γίνει ο ίδιος το κράτος».
Σύμφωνα με τις προτεινόμενες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, το αξίωμα του πρωθυπουργού θα καταργηθεί και πολλές εξουσίες τις οποίες αυτή τη στιγμή έχει το Κοινοβούλιο θα μεταφερθούν στον πρόεδρο. Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Ερντογάν έχει κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία σε όλες τις εκλογές των τελευταίων 14 ετών, εκτός από μία, τον Ιούνιο του 2015 όταν μπήκε για πρώτη φορά στη Βουλή το φιλοκουρδικό κόμμα HDP, στερώντας την πλειοψηφία από το ΑΚΡ.
«Οι τρομοκρατικές επιθέσεις θα συνενώσουν την πολιτική Δεξιά, τη μεγάλη εκλογική βάση της Τουρκίας» προβλέπει ο Σονέρ Τσαγκαμπτάι, επικεφαλής του τουρκικού προγράμματος στο Ινστιτούτο Πολιτικής για την Εγγύς Ανατολή στην Ουάσιγκτον, μιλώντας στη «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ». «Θα είναι μια επανάληψη των κοινοβουλευτικών εκλογών του Νοεμβρίου του 2015».
Με τη χώρα σε αναταραχή και τις βομβιστικές επιθέσεις από ενόπλους που συνδέονται με το ΡΚΚ να συνεχίζονται, κάποιες δημοσκοπήσεις δείχνουν ήδη να αυξάνεται η υποστήριξη για τις συνταγματικές αλλαγές που ζητά ο Ερντογάν. Για να εγκριθούν χρειάζεται πλειοψηφία άνω του 50%. Είναι όμως αμφίβολο αν και σε αυτή την περίπτωση, όπως και σε τόσες άλλες πρόσφατες, οι δημοσκοπήσεις μπορούν να προβλέψουν το πραγματικό αποτέλεσμα.
Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Ερντογάν ελπίζουν ότι οι ψηφοφόροι θα αντιδράσουν στις μαζικές διώξεις που ακολούθησαν το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου. Περίπου 125.000 Τούρκοι, από δασκάλους έως αστυνομικούς και δικαστές, έχουν απολυθεί από τις δουλειές τους ενώ δεκάδες χιλιάδες συνελήφθησαν.
Αν τελικά προκηρυχθεί δημοψήφισμα, η προεκλογική εκστρατεία αναμένεται να είναι ταραχώδης. Κι αυτό, μαζί με την ένταση που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή, προκαλεί ανησυχίες.