Διευθυντής της Google μήνυσε την εταιρεία, κατηγορώντας την ότι παρανομεί απαγορεύοντας στους υπαλλήλους της να μοιράζονται τις ανησυχίες τους με συναδέλφους τους, μετόχους της εταιρείας ή τα μέσα ενημέρωσης, ενώ άλλος υπάλληλος την κατηγορεί σε ξεχωριστή προσφυγή ότι διατηρεί «κατασκοπευτικό πρόγραμμα» για να προλαμβάνει διαρροές.
Στην ομαδική αγωγή που κατατέθηκε την Τρίτη σε πολιτειακό δικαστήριο της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο, ο διευθυντής, ο οποίος αναφέρεται στη δικογραφία με το όνομα «John Doe», δηλώνει ότι οι συμφωνίες μεταξύ των υπαλλήλων και της Google, δημιουργού της ομώνυμης μεγαλύτερης μηχανής αναζήτησης στο Διαδίκτυο, είναι παράνομες γιατί παραβιάζουν πολιτειακούς εργασιακούς νόμους.
Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι οι εμπιστευτικές συμφωνίες που είναι υποχρεωμένοι να υπογράψουν όλοι οι εργαζόμενοι στην εταιρεία στην ουσία τους απαγορεύουν να πουν οτιδήποτε για την Google, ακόμα και μεταξύ τους. Ο ορισμός περί του τί υποπίπτει στην κατηγορία μη μεταβιβάσιμης και εμπιστευτικής πληροφορίας είναι, σύμφωνα με την εταιρεία, όπως αναφέρει η αγωγή, «κάθε πληροφορία, χωρίς όριο, σε οποιαδήποτε μορφή που αφορά την Google ή τις εργασίες της Google που δεν είναι γενικά γνωστές».
Η αγωγή αναφέρει ότι οι εμπιστευτικές συμφωνίες παραβιάζουν πολιτειακούς νόμους που προστατεύουν το δικαίωμα των εργαζομένων να συζητήσουν τους μισθούς τους ή να δώσουν πληροφορίες σε κυβερνητικούς οργανισμούς.
Τους αναγκάζει να γίνονται καταδότες
Σύμφωνα με εκπρόσωπο της Google, που εδρεύει στην πόλη Μάουντεν Βιού της Καλιφόρνια και η οποία είναι θυγατρική της Alphabet, οι κατηγορίες «είναι αβάσιμες» και οι συμφωνίες εμπιστευτικότητας έχουν σχεδιαστεί για να προστατεύσουν ευαίσθητες πληροφορίες, όχι να εμποδίσουν τους υπαλλήλους να συζητούν τις συνθήκες εργασίας τους.
Η Google αντιμετωπίζει παρόμοιες κατηγορίες σε προσφυγή από μη κατονομαζόμενο υπάλληλο στο Εθνικό Συμβούλιο Εργασιακών Σχέσεων των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο πρόσφατα προσέβαλλε τις εμπιστευτικές συμφωνίες και άλλες συμβάσεις εργασίας που μπορεί να αποθαρρύνουν εργαζόμενους από το να συζητήσουν θέματα που τους απασχολούν, στις εταιρείες T-Mobile USA, DirectTV και άλλες.
Στην προσφυγή, ο ενάγων καταγγέλλει ότι για να επιβάλλει τις πολιτικές της, η Google αναγκάζει τους εργαζομένους της να κατασκοπεύουν ο ένας τον άλλον μέσω του προγράμματος «Stopleaks», με το οποίο τους ζητά να καταδίδουν τη μετάδοση εμπιστευτικών πληροφοριών.
Οι υπάλληλοι μπορεί να χάσουν τη δουλειά τους ή να διωχθούν δικαστικά εάν παραβιάσουν τις συμφωνίες ή παραλείψουν να αναφέρουν τις διαρροές στη διεύθυνση, σύμφωνα με την αγωγή.
«Η Google συνεχίζει να επιμένει ότι οι Googlers (υπάλληλοί της) πρέπει να αποφεύγουν να μεταφέρουν σε άλλους ότι η Google παραβιάζει τον νόμο ή θέτει τους καταναλωτές σε κίνδυνο», προστίθεται στην προσφυγή.
Tι απαντά η Google
«Αυτή η μήνυση είναι αβάσιμη. Δεσμευόμαστε σε μια εσωτερική κουλτούρα που προάγει τον ανοιχτό διάλογο, που σημαίνει ότι συχνά μοιραζόμαστε με τους ανθρώπους μας λεπτομέρειες που αφορούν στην κυκλοφορία προϊόντων και άλλες εμπιστευτικές εταιρικές πληροφορίες. Η διαφάνεια αποτελεί λίθο της κουλτούρας μας. Οι όροι εμπιστευτικότητας με τους υπαλλήλους έχουν σχεδιαστεί με στόχο την προστασία των ιδιοκτησιακών εταιρικών πληροφοριών, ενώ δεν αποτρέπουν τους υπαλλήλους από το να γνωστοποιούν πληροφορίες σχετικές με τους όρους και συνθήκες απασχόλησης ή θέματα που αφορούν στο χώρο εργασίας».