Είναι λες και κάποιος, κάτοχος υπερφυσικών δυνάμεων, κάνει μια θανάσιμη μεταφυσική φάρσα. Οι απώλειες διασήμων που πιστώνονται στο 2016 παραείναι πολλές για να εξακολουθούν να θεωρούνται σύμπτωση. Και καλά οι πλήρεις ημερών ή η γενιά των baby boomers που φτάνει στα όρια μιας ζωής πότε ξέφρενης, πότε απλά παράτολμης. Τι γίνεται όμως με τα ποπ είδωλα που ούτε σε επικίνδυνη ηλικία ήταν ούτε, φαινομενικά τουλάχιστον, έμοιαζαν να φλερτάρουν με τον θάνατο; Ποια σειρά γεγονότων οδήγησε στον χαμό του Τζορτζ Μάικλ σε ηλικία 53 ετών ανήμερα τα Χριστούγεννα, που τόσο είχαν συνδεθεί (έστω και σε εκνευριστικό βαθμό) με τραγούδια του όπως το «Last Christmass»; Ανακοπή καρδιάς ήταν η αιτία, σύμφωνα με τον μάνατζερ του μακαρίτη Μάικλ Λίπμαν. Η αστυνομία έκανε λόγο για έναν θάνατο «ανεξήγητο, αλλά όχι ύποπτο». Πράγματα δηλαδή εκ πρώτης όψεως αταίριαστα με έναν μουσικό που κάποτε έκανε όλο το ποπ τουρλουμπούκι –τη δισκογραφία, τις συναυλίες, τη δημοσιότητα –να μοιάζει τόσο εύκολο, αβίαστο και διασκεδαστικό για όλους αλλά και για τον ίδιο.
Εκτός και αν τα φαινόμενα απατούν. Εξαρχής κιόλας: ο Τζορτζ Μάικλ γεννήθηκε στο Λονδίνο από έναν ελληνοκύπριο ιδιοκτήτη εστιατορίου και μια αγγλίδα χορεύτρια και στο ληξιαρχείο καταχωρίστηκε με το όνομα Γεώργιος Κυριάκος Παναγιώτου. Οταν η οικογένεια μετακόμισε στο Χέρτφορντσαϊρ, ο Τζορτζ, έφηβος πια, άρχισε να παίζει μουσική στον υπόγειο του Λονδίνου, να κάνει τον DJ, να ξεκινά μαζί με κολλητούς του από το σχολείο (δηλαδή τον Αντριου Ρίτζλεϊ), μπάντες με έμφαση στη ska και ονόματα όπως Executive. Η τελευταία δεν πήγε πολύ καλά, οι δυο φίλοι λοιπόν το γύρισαν στην ποπ, συστηνόμενοι πια ως Wham!. Ο πρώτος τους δίσκος «Fantastic» είχε σουξέ όπως το «Young guns» και σκαρφάλωσε σε θέσεις των charts που διεκδικούσαν οι Culture Club ή οι Duran Duran. Ο Τζον Πιλ ήταν ίσως ο πρώτος παραγωγός που τους έπαιξε σε εκπομπή και μάλλον κάτι ήξερε: το «Make it big» του 1984, με τη σφραγίδα της Sony, έστειλε στα ηχεία όλου του κόσμου τα «Wake me up before you go-go», «Freedom», «Careless whisper». Το 1985 οι Wham! έγιναν η πρώτη δυτική μπάντα που περιόδευσε στην Κίνα. Ο Τζορτζ Μάικλ όμως ήδη σκεφτόταν τη σόλο καριέρα: στα credits του «Careless whisper» το όνομά του ξεχώριζε κάπως.
ΤΟ ΤΑΛΕΝΤΟ. Δεν έγραφε απλώς μόνος του τα τραγούδια του. Είχε το ταλέντο να επινοεί περίπλοκες μελωδίες και να τις μεταμορφώνει σε ελκυστικά, χορευτικά σουξέ, κατάλληλα για το mainstream κοινό, που δεν σνόμπαραν τους υπόλοιπους. Κάπως έτσι και ύστερα από άλμπουμ όπως το «Faith» του 1987, ο Μάικλ έκανε ντουέτα με τον Ελτον Τζον και την Αρίθα Φράνκλιν ή κυκλοφόρησε στιλάτα βιντεοκλίπ όπως εκείνο του «Freedom! ’90» σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Φίντσερ, που έκανε πολλά πόδια να χορέψουν και πολλά χείλη να δαγκωθούν στη θέα των σούπερ μόντελ που πρωταγωνιστούσαν. Αυτή βέβαια ήταν η μία όψη του νομίσματος. Ο Μάικλ δεν εμφανιζόταν σε εκείνο το βίντεο, γιατί παρά τις ωραίες παρουσίες ήθελε να στρέψει τα φώτα στη μουσική του και όχι στον ίδιο. Η μέτρια εισπρακτική επιτυχία εκείνου του άλμπουμ τον οδήγησε σε μια δικαστική διαμάχη με τη Sony, η οποία έληξε εις βάρος του και τον έφερε στη στέγη της Virgin. Το τραγούδι «Jesus to a child» του 1996 έφτασε μεν στο νούμερο ένα, έχοντας όμως γραφτεί για τον θάνατο του –φυσικά κρυφού από τη δημοσιότητα –συντρόφου τού Μάικλ, Ανσέλμο Φελέπα. Τελικά, ο προσανατολισμός του ανδρός θα αποκαλυπτόταν από τον ίδιο έπειτα από την περιβόητη σύλληψή του για «ασέλγειες» σε μια δημόσια τουαλέτα του Μπέβερλι Χιλς. Το τραγούδι «Outside», με τους αστυνομικούς που φιλιούνταν μπροστά από ουρητήρια, ήταν μια απάντηση σε όλα αυτά άκρως διασκεδαστική.
ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΚΑΙ ΦΟΒΟΣ. Οπως πάντως θα έλεγε χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του 1990 ήταν «παγιδευμένος στην κατάθλιψη, στον φόβο και σε πολλά άλλα σκατά». Η Αμερική τον είχε πικράνει τόσο εξαιτίας της μουσικής βιομηχανίας της όσο και των αστυνομικών ή των δικαστηρίων της. Η καριέρα του, που κάποιοι θα την θεωρούσαν εύκολη, αβίαστη και διασκεδαστική, δεν έμοιαζε ακριβώς με πάρτι. Οχι γιατί πλέον είχε και ήπιες πολιτικές αναφορές, όπως το σινγκλ «Shoot the dog» που στηλίτευε τον πόλεμο στο Ιράκ. Αλλά γιατί σταδιακά περιελάμβανε και πολλά μπλεξίματα με τον νόμο για ναρκωτικά ή για οδήγηση υπό την επήρεια –μέχρι και λιπόθυμος στη Μερσεντές του είχε εντοπιστεί. Το 2006 ανέκαμψε με την επιτυχημένη συλλογή «25» και με την αντίστοιχη περιοδεία (που το 2007 τον έφερε και στην Ελλάδα), το 2010 όμως του χάρισε μια πενταετή απαγόρευση οδήγησης και λίγες βδομάδες στη φυλακή έπειτα από ένα επικίνδυνο τροχαίο. Το 2011 κόντεψε να χάσει τη ζωή του από πνευμονία και το 2013 μεταφέρθηκε επίσης στο νοσοκομείο, ύστερα από άλλο ένα μυστήριο αυτοκινητικό.
ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΟ ΕΡΓΟ. Ούτε αυτή πάντως ήταν η πλήρης, αντιπροσωπευτική εικόνα του. Λίγες μόλις ώρες μετά την ανακοίνωση του θανάτου του, τα social media, εκτός από όλα τα άλλα, βούιξαν και από φιλανθρωπικές πράξεις που ο άνθρωπός μας φαίνεται πως έκανε εντελώς ανώνυμα: μια φορά είχε εργαστεί ινκόγκνιτο σε ένα καταφύγιο αστέγων, μια άλλη είχε φιλοδωρήσει μια μπαργούμαν με πέντε χιλιάδες λίρες γιατί δεν μπορούσε να αποπληρώσει το φοιτητικό της δάνειο, μια τρίτη έκανε πριβέ δωρεάν σόου για χάρη των νοσηλευτριών που είχαν φροντίσει τη μάνα του. Εφταιγαν οι ενοχές της κορυφής; Μόνο ο ίδιος το γνώριζε. Οταν πάντως κάποτε, γύρω στο 1990, είχε δηλώσει στο αμερικανικό περιοδικό «Calendar Magazine» ότι στο εξής θα απέφευγε τη δημοσιότητα γιατί δεν άντεχε τις συνέπειές της, του είχε απαντήσει δημοσίως μέσα από μια επιστολή η αυτού εξοχότης ο Φρανκ Σινάτρα. «Ελα, μωρέ Τζορτζ, χαλάρωσε λίγο και ξεκουνήσου», έγραφε. «Ξεσκόνισε τα αραχνιασμένα σου φτερά, πέτα μέχρι το φεγγάρι της επιλογής σου και να είσαι ευγνώμων για το βάρος που όλοι κουβαλάμε, ήδη από εκείνες τις φτωχές νύχτες, όταν κοιμόμασταν σε λεωφορεία και βοηθούσαμε τον οδηγό να ξεφορτώσει τα μουσικά όργανα».