κτινογραφία και ψυχογραφία μιας γενιάς που ονειρεύεται και ελπίζει, που βιώνει τον πόλεμο, την ανακωχή και την καταστροφή, που μοιράζεται ανάμεσα στον πλούτο και τη φτώχια, τον έρωτα, την απογοήτευση, την αρρώστια και τον θάνατο. Αυτή είναι η γενιά της «Αστροφεγγιάς» (1946) του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, που ενηλικιώνεται στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, βιώνει τη Μικρασιατική Καταστροφή και στη συνέχεια ζει με την αγωνία και την αβεβαιότητα του Μεσοπολέμου. Κοιτώντας τ’ άστρα.
Λογοτέχνης από το Αιτωλικό Αιτωλοακαρνανίας ο Ιωάννης, του Μιχαήλ, Παναγιωτόπουλος (1901 – 1982) μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου σπούδασε στη Φιλοσοφική. Από νωρίς συνεργάστηκε με τα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής (εμφανίστηκε στα γράμματα το 1924), ενώ παράλληλα ακολούθησε τον δρόμο του εκπαιδευτικού. Με μεγάλη διδακτική εμπειρία, έγινε ιδιοκτήτης και διευθυντής του δικού του σχολείου (Ελληνικόν Εκπαιδευτήριον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου). Η πλούσια και πολυβραβευμένη εργογραφία του περιλαμβάνει πολλά είδη γραφής, πλην θεατρικού έργου. Στο πέρασμα προς τη Μεταπολίτευση συμμετείχε στα κοινά (1974) ως υπηρεσιακός υπουργός Πολιτισμού και πρόεδρος της τότε ΕΡΤ.
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ. Πέρα από το ίδιο το μυθιστόρημα η «Αστροφεγγιά» κουβαλά τον μύθο της τηλεοπτικής της μεταφοράς (ΕΡΤ, 1980), σε σκηνοθεσία του Διαγόρα Χρονόπουλου και ελεύθερη διασκευή του Βαγγέλη Γκούφα. Η επιτυχία της τότε ταυτίστηκε και με μια γενιά ηθοποιών (Αντώνης Καφετζόπουλος, Γιώργος Κιμούλης, Αρης Ρέτσος) που, όπως αποδείχθηκε, καθόρισαν το μετέπειτα καλλιτεχνικό μας γίγνεσθαι. Η θεατρική μεταφορά στο Θέατρο Χώρα υπόκειται, μοιραία και υποσυνείδητα, σε συγκρίσεις μέσα στο πλαίσιο μιας ακαθόριστης νοσταλγίας.
Ο Πέτρος Ζούλιας μεταφέροντας το μυθιστόρημα στο σανίδι κράτησε τα βασικά συστατικά του: η εποχή, τα πρόσωπα που κυριαρχούν στην πλοκή, οι σχέσεις μεταξύ τους. Χωρίς να την προδώσει ή να την αλλοιώσει, η γλώσσα του Παναγιωτόπουλου δεν ήταν παρούσα στην παράσταση –κι ούτε θα μπορούσε. Χρησιμοποίησε τη σκηνή για να απλώσει τα πολλαπλά σκηνικά της ιστορίας, να φωτίσει τους τόπους όπου εξελίσσονται ο βίος και οι έρωτες των νέων της «Αστροφεγγιάς» μέσα από μικρές, αποσπασματικές σκηνές, με ενδιαφέρουσες ηχητικές νύξεις.
Ο τρόπος όμως που στήθηκε η παράσταση στέρησε από το αποτέλεσμα το βάθος των αισθημάτων και των σχέσεων του λογοτεχνικού κειμένου. Το κράτησε όλο σε ένα πρώτο, απλό επίπεδο εναποθέτοντας ουσιαστικά και τη σκηνοθεσία και τη συγκίνηση στις ερμηνείες, με την ομάδα των ηθοποιών της νεότερης γενιάς να αποδεικνύεται επαρκής αλλά ανομοιογενής.
Ο Αντίνοος Αλμπάνης στον κεντρικό ρόλο του Αγγελου Γιαννούζη κατάφερε να ακολουθήσει τη δύσκολη πορεία του ήρωά του προς την αρρώστια και τον θάνατο. Η Γιούλικα Σκαφιδά, εξαιρετική, ερμήνευσε με ουσία την Ερση, τη νεαρή σπουδάστρια της κουλτουριάρικης παρέας που ονειρεύεται έναν καλύτερο κόσμο και κάνει θέατρο. Ο Χάρης Τζωρτζάκης δεν ισορρόπησε ανάμεσα στην αλαζονεία και στις ενοχές του Νίκου Σέργη. Μέσα στο κλίμα του Πετρόπουλου ο Ιωάννης Παπαζήσης. Αδύναμη ως Δάφνη η Ευδοκία Ρουμελιώτη έμεινε στην επιφάνεια του ρόλου και δεν έπεισε ως αντικείμενο πόθου ολόκληρης της ανδρικής παρέας. Δύσκολος ο ρόλος του Πασπάτη, τον οποίο δεν κατάφερε να ενσωματώσει ο Σταύρος Σβήγκος στο παίξιμό του.
Τέλος, ο Δάνης Κατρανίδης διέθετε και το εκτόπισμα και τη σκηνική εμπειρία αλλά και την όψη για να αποδώσει τη βαθιά τραγική διάσταση του πατέρα –πλάι στη «γυναίκα του» Ρένια Λουιζίδου.

Θεατρική μεταφορά – σκηνοθεσία: Πέτρος Ζούλιας

Σκηνικά: Αση Δημητροπούλου

Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα

Μουσική: Μιχάλης Τρανουδάκης

Παίζουν: Αντίνοος Αλμπάνης, Χάρης Τζωρτζάκης, Γιούλικα Σκαφιδά, Ευδοκία Ρουμελιώτη, Ιωάννης Παπαζήσης, Σταύρος Σβήγκος, Μαριαλένα Ροζάκη, Μάκης Πατέλης, Βασίλης Χαρίσης. Μαζί τους ο Δάνης Κατρανίδης και η Ρένια Λουιζίδου.

Πού: Στο Θέατρο Χώρα (Αμοργού 20, τηλ. 210-8673.945), Τετάρτη και Κυριακή (20.00), Πέμπτη και Παρασκευή (21.00), Σάββατο (18.00 και 21.00).