Οργιο παρασκηνιακών διεργασιών, παρά την εορταστική ανάπαυλα, σημειώνεται στο Κυπριακό. Και τις επόμενες μέρες θα κορυφωθούν οι παρεμβάσεις ισχυρών παραγόντων που διαμεσολαβούν, ενόψει της Διασκέψεως της Γενεύης, προκειμένου: α) Να προαποτραπεί αδιέξοδο, που θεωρείται ότι θα αποβεί μοιραίο για την μετεξέλιξη του προβλήματος. Ως «δεύτερο διαζύγιο πριν από τον νέο γάμο». β) Να δημιουργηθούν προϋποθέσεις οριστικής επιλύσεως, έστω και με «κατ’ αρχήν συμφωνία» στις βασικές παραμέτρους του.

Τις αμέσως επόμενες μέρες οι παρεμβάσεις θα εστιασθούν στην πραγματοποίηση συναντήσεως του έλληνα Πρωθυπουργού με τον τούρκο πρόεδρο. Και ήδη ασκούνται αμφίπλευρες πιέσεις, που αναμένεται να κλιμακωθούν στο έπακρο, προκειμένου οι δυο χώρες να συγκλίνουν σε συμβιβαστική φόρμουλα σε ό,τι αφορά τις εγγυήσεις και την ασφάλεια. Ζητήματα που προκρίνονται κομβικά και από τα οποία εξαρτάται ουσιαστικά η λύση του Κυπριακού.

Ηδη έχουν τεθεί (ατύπως) στις δυο πλευρές συμβιβαστικά πλαίσια που θα αποτελέσουν τη βάση των επαφών Αγκυρας – Αθήνας. Με την πρώτη να επιμένει στη δική της εγγυοδοσία σε ό,τι αφορά τους Τουρκοκυπρίους. Και την δεύτερη να θεωρεί αδιανόητη τη συνέχιση οποιωνδήποτε τέτοιων εγγυητικών δεσμεύσεων σε χώρα-μέλος της ΕΕ και μάλιστα του σκληρού της πυρήνα. Οπως όμως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, η Ουάσιγκτον (με συνδρομή του Λονδίνου) προάγει φόρμουλα «εγγυήσεων περιορισμένου χρόνου» και με «προοπτική επαναξιολογήσεως» ανάλογα με τη λειτουργική πρόοδο της ομοσπονδιακής πολιτείας που θα καθιδρυθεί. Κάτι που φαίνεται ότι δεν απορρίπτει ο Ερντογάν. Ο οποίος όμως τηρεί ως προς αυτό σιγή το τελευταίο διάστημα.

Υπάρχουν πάντως σοβαρές ενδείξεις ότι η Αγκυρα θα παίξει το τελευταίο της χαρτί λίγο πριν από τη Διάσκεψη (στις 12 Ιανουαρίου) ώστε να επενεργήσει εκβιαστικά και με δυναμικές τελεσιγράφου. Αφήνοντας όμως ανοικτό (προς το παρόν) το ενδεχόμενο συναντήσεως Τσίπρα – Ερντογάν. Την οποία και συναρτά στον όρο «αναθεωρήσεως της ελληνικής στάσεως» ως προς το ζήτημα. Διαμηνύοντας προς τους μεσολαβητές (Ουάσιγκτον δηλαδή) ότι δεν υπάρχει λόγος συναντήσεως, εφόσον οι εγγυήσεις προαπορρίπτονται. Και το πράττει ώστε να στρέψει τις πιέσεις προς την Αθήνα. Η οποία και ήδη τις αισθάνεται, προς το παρόν ως «έντονες υποδείξεις». Αναμένεται, όμως, ότι αυτές θα ενταθούν τις επόμενες μέρες.

Ταυτόχρονα θεωρείται βέβαιο πως αυτές οι παρεμβάσεις θα συνοδεύονται και από κορύφωση των προκλητικών αεροναυτικών ενεργειών της Τουρκίας στο Αιγαίο, σε σημείο κρίσεως, ώστε η Αθήνα «να στριμωχθεί» εκβιαστικά, χαλαρώνοντας τις εν προκειμένω θέσεις της. Κι αυτό αποτελεί αμφίδρομη εκτίμηση Αθήνας – Λευκωσίας που βρίσκονται σε συνεχή επαφή. Ωστε να συντονισθούν οι εν προκειμένω θέσεις τους και να μην εμφανισθούν μοιραία κενά που θα επιτρέψουν «επικίνδυνες παρεισδύσεις» και απευκταία διάσπαση της κοινής γραμμής.

Αγκάθι η σύνθεση. Το άλλο μέτωπο που εξακολουθεί να είναι ρευστό και που απειλεί την ομαλή πραγματοποίηση της («πολυμερούς» για τη Λευκωσία – «πενταμερούς» για την τουρκική πλευρά) Διασκέψεως είναι ακριβώς η σύνθεση της. Και πέραν αυτής, εκκρεμεί θέμα επιπέδου εκπροσωπήσεως των μερών. Με τον Ερντογάν να έχει μεν εκφράσει «κατ’ αρχήν» την πρόθεση να παραστεί ο ίδιος. Αλλά χωρίς ακόμη αυτό να οριστικοποιείται. Οπόταν και προκύπτει ζήτημα για Ελλάδα και Βρετανία.

Το κρισιμότερο αφορά την παρουσία της ίδιας της Κυπριακής Δημοκρατίας ως του κράτους που οι διεργασίες θα έχουν στο επίκεντρο. Η Αγκυρα με τίποτε δεν δέχεται κάτι τέτοιο και το έχει διαμηνύσει στα Ηνωμένα Εθνη. Δέχεται μόνο τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις και τις «δύο κυπριακές κοινότητες» που θα συναπαρτίσουν την «εκ παρθενογενέσεως» Κυπριακή Ομοσπονδία. Τα κυπριακά όμως κόμματα προειδοποιούν ότι θα αντιδράσουν με κάθε τρόπο και σε κάθε τόνο στο ενδεχόμενο να απουσιάζει η Κυπριακή Δημοκρατία. Θεωρώντας ότι αυτό θα σημάνει και τη μοιραία διάβρωση της κρατικής οντότητος της μεγαλονήσου, με όλα τα συνακόλουθα. Κι αυτό το συμμερίζεται πλήρως και το ελληνικό ΥΠΕΞ.

Τις επόμενες λίγες μέρες (και ανεξαρτήτως εορτών) οι δύο πλευρές στη Λευκωσία πρέπει να καταλήξουν σε συμφωνία ως προς την εδαφική πτυχή και όσον αφορά τη νομή της κεντρικής εξουσίας. Στην οποία η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν φαίνεται «να γλιτώνει» τελικά την εκ περιτροπής προεδρία, που για την τουρκοκυπριακή είναι «sine qua non». Γι’ αυτό και η αμερικανική διπλωματία σπεύδει να προλάβει περιπλοκές. Κυρίως όμως γιατί μπαίνοντας ευθέως και με κολοσσούς της στο παιχνίδι των κυπριακών κοιτασμάτων, η Ουάσιγκτον επείγεται να επιλύσει τα προβλήματα για να ομαλοποιήσει την αξιοποίηση του φυσικού αερίου της περιοχής. Οπόταν και τα πράγματα θα επιταχυνθούν με την ενεργοποίηση αποφασιστικότερων σχεδιασμών.