Αν και είναι απαράδεκτο, οφείλουμε να το ομολογήσουμε: τις ημέρες των γιορτών, κυρίως των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, όχι τόσο του Πάσχα ή του Δεκαπενταύγουστου, σαν να προσέχουμε περισσότερο τους επαίτες στους δρόμους. Καθώς πρόκειται για ημέρες που μας δίνουν μια ξεχωριστή χαρά υποτίθεται, φαίνεται να μας προξενεί εντύπωση το πώς μπορεί να αισθάνονται άνθρωποι που η χαρά τούς είναι μάλλον αποκλεισμένη. Ενώ δεν αποκλείεται, τουλάχιστον σε ορισμένους επαίτες, η δυστυχία τους να γίνεται ακόμα μεγαλύτερη όταν, θέλουν δεν θέλουν, έρχονται σε επαφή με πρόσωπα που, ακόμη και αν δεν λάμπουν, η όψη τους δεν διατηρεί τίποτε από το περίφροντι ή το σκοτεινό των άλλων ημερών του χρόνου.
Το αξιοπερίεργο πάντως σε σχέση με όλους μας είναι ότι αν και οι αιτίες για να δυστυχήσουμε είναι πολύ περισσότερες από ό,τι για να ευτυχήσουμε, στεκόμαστε μπροστά στην εξακριβωμένη δυστυχία, ενώ μας χωρίζουν από αυτήν ελάχιστα εκατοστά, σαν να πρόκειται για ένα ενδεχόμενο που δεν πρόκειται να μας αγγίξει ποτέ. Οχι μόνο αυτό, αλλά και με την απορία πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τόσο πέρα από ό,τι θεωρούμε ανθρώπινο και μάλιστα μπροστά στα μάτια μας. Δεν έχουμε παρά να προσέξουμε πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι στους δρόμους ή στο μετρό, αν τύχει και διασταυρωθούν με επαίτες που συμβαίνει, πέρα από τη ρακένδυτη εμφάνιση, να έχουν κάποια σωματική αναπηρία.
Σαν να πρόκειται για μολυσματική ασθένεια, σφίγγονται στον εαυτό τους μην τυχόν και η δυστυχία βρει μια χαραμάδα και περάσει μέσα τους. Μοιάζει να θεωρούν τον εαυτό τους μια τόσο αυτονομημένη ύπαρξη, τόσο απρόσβλητη από καθετί που κανονικά και αν δεν τους αγγίζει, θα έπρεπε να τους δημιουργεί έναν προβληματισμό ώστε όλα επάνω τους, όσο προσεγμένα και επιμελημένα και αν είναι, να σου φαίνονται ψεύτικα ή επιτηδευμένα.
Είτε πρόκειται για ωραία ρούχα είτε για τσάντες με δώρα και καλοχτενισμένα μαλλιά είτε για χαμόγελα στους συνοδούς τους, τα αισθάνεσαι σαν ένα φράγμα που έχουν ορθώσει ανάμεσα στους ίδιους και στον κόσμο –ο κόσμος τόσο με την έννοια των ανθρώπων που κινούνται κοντά τους όσο και της ίδιας της ανθρωπότητας. Ενώ φρόντιζαν τον εαυτό τους και τους οικείους τους, ήταν σαν να απολάμβαναν την απόσταση που δημιουργούνταν ανάμεσα στους ίδιους και σε όσους συμβαίνει να δυστυχούν. Μια απόσταση που φαίνεται να κάνει την επιδιωκόμενη απόλαυση ακόμη μεγαλύτερη όσο δεν επιτρέπει το ελαχιστότερο ενδεχόμενο να γεφυρωθεί.
Είναι ο λόγος ακριβώς που κάνει μιαν εξ υπαρχής μισητή έννοια, την πολυτέλεια, να ανθίζει έστω και κρυμμένη μέσα σε όλες τις συνθήκες: ότι έχουμε πάρει οριστικά διαζύγιο από τη δυστυχία και ότι αυτή προορίζεται αποκλειστικά για τους άλλους.