Μια χρονιά θεωρείται χαμένη όταν δεν επέλθει η εφικτή συλλογική πρόοδος. Υπό αυτή την έννοια, το 2016 δεν ήταν μια χαμένη χρονιά για την Ελλάδα αφού η χώρα δεν έμεινε στάσιμη, αλλά πήγε προς τα πίσω –και μάλιστα σε όλα τα κρίσιμα πεδία.
Στο ψυχολογικό πεδίο, η κυβέρνηση φανέρωσε όχι μόνο ότι δεν μπορούσε να υπηρετήσει καμία «εναλλακτική» πολιτική αλλά και ότι, με τον τρόπο που επιχείρησε να εφαρμόσει, μετά τη δημοψηφισματική κωλοτούμπα, τη συμφωνία με τους εταίρους έφερε τη χώρα σε χειρότερη θέση. Οσοι δεν τρέφαμε ψευδαισθήσεις αισθανόμαστε πικρή δικαίωση όσον αφορά τις αδυναμίες, τον ερασιτεχνισμό και τον κυνισμό της. Οι πιο απογοητευμένοι όμως είναι όσοι την πίστεψαν, είτε την ψήφισαν είτε όχι, και εισέπραξαν όχι μόνο αδυναμία διαφοροποίησης και άρνηση αρχών αλλά και παταγώδη κατάρρευση του όποιου «ηθικού πλεονεκτήματος» της «ριζοσπαστικής Αριστεράς». Η κυβέρνηση δεν υπήρξε ούτε διαβασμένη ούτε τολμηρή ούτε Αριστερή –και αυτό αποδείχτηκε σε όλη τη διάρκεια της χρονιάς, υπηρετήθηκε με την τακτική του «διπλού λόγου» (άλλα λέμε στους ξένους και άλλα για εσωτερική κατανάλωση) και σφραγίστηκε με την άρνηση να δημοσιοποιηθεί η πρόσφατη επιστολή συγγνώμης και παράκλησης του υπουργού Οικονομικών προς τους «θεσμούς».
Στο οικονομικό πεδίο, τα πράγματα είναι ακόμα πιο σαφή. Ενα τρίτο, πιο επώδυνο Μνημόνιο, με τη σχεδόν βέβαιη μάλιστα προοπτική της διαιώνισής του, για τα χρόνια που η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι σε μια κατάσταση σαν της Πορτογαλίας. Αδυναμία εκμετάλλευσης των εκ φύσης (Γαλλία, Ιταλία) ή ντε φάκτο (ΔΝΤ) συμμάχων για βελτιώσεις όχι σε διακηρυκτικό αλλά σε πρακτικό επίπεδο: ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση αρνήθηκε το «δώρο» του ΔΝΤ σχετικά με τη μείωση των πλεονασμάτων και την προώθηση των μεταρρυθμίσεων θα διδάσκεται, μετά τη «διαπραγμάτευση» του 2015, ως ένα ακόμα επικό φιάσκο. Διάλυση της όποιας αξιοπιστίας είχε απομείνει, μέσα από εντελώς επιφανειακές και τελικά θρασύδειλες (όπως αποδεικνύει η μη δημοσιοποιηθείσα οικειοθελώς επιστολή) κινήσεις κατάφασης των συμφωνηθέντων μέσα από την άρνηση και άρνησής τους μέσα από την κατάφαση. Με αυτή τη στάση –ας ξεχάσουμε για λίγο τους ξένους που κοροϊδεύουμε –η πραγματική οικονομία έχει μείνει όχι μόνο κολλημένη στην έρημο αλλά και χωρίς προοπτική εξόδου.
Η βαρύτερη όμως υποχώρηση καταγράφεται στο κοινωνικό πεδίο, δηλαδή στην πραγματική ζωή των ελλήνων πολιτών. Η κοινωνία είναι πιο βαθιά διχασμένη και λιγότερο προστατευμένη από τους θεσμούς παρά ποτέ. Η όξυνση των ανισοτήτων έχει φέρει το τραγικό, ιδίως για μια «αριστερή» κυβέρνηση, αποτέλεσμα από κάθε κύμα νέων μέτρων να υποφέρουν περισσότερο τα κοινωνικά εκείνα στρώματα που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να προστατευτούν. Οι βασικές δημόσιες υπηρεσίες διαρκώς υποβαθμίζονται, με πρώτη την εντελώς ετοιμόρροπη –δεν το λέω εγώ αλλά οι ίδιοι οι λειτουργοί της –Υγεία και πολύ κοντά της την Παιδεία. Η μεταφορά του βάρους στις επόμενες γενιές όχι μόνο δεν μειώνεται αλλά διώχνει τις γενιές αυτές και μαζί τους την προοπτική ανάκαμψης.
Ολα αυτά τα βήματα προς τα πίσω έχουν δημιουργήσει συνθήκες που δυσκολότατα ανατρέπονται με μια «απλή» κυβερνητική εναλλαγή. Που πάντως αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική ελπίδα για τη χρονιά που έρχεται.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος