Επειτα από ένα κολασμένο δεκαήμερο κατά τη διάρκεια του οποίου η ελληνική κυβέρνηση βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο μετά το πάγωμα των μέτρων για το χρέος, παραμονή Χριστουγέννων, δόθηκε μια ανάσα. Κόστισε ακριβά.

Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος αναγκάστηκε να βάλει την υπογραφή του σε μια επιστολή δύο συν δύο δεσμεύσεων, μέσω των οποίων καθίσταται απολύτως σαφές ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν πρόκειται να επαναλάβει το ατόπημα –κατά την άποψη των δανειστών –της διανομής της όποιας μελλοντικής υπέρβασης του πρωτογενούς πλεονάσματος με τα δικά της μέτρα και σταθμά. Το κοστούμι είναι εκ των προτέρων ραμμένο από τους δανειστές και ενδέχεται να κρύβει περικοπές ακριβώς εκεί όπου στόχευαν οι παροχές. Στους χαμηλοσυνταξιούχους.

Το αντάλλαγμα είναι αυτό το οποίο είχε κερδίσει η κυβέρνηση στις 5 Δεκεμβρίου. Τίποτα περισσότερο από την επαναφορά στο τραπέζι του EuroWorking Group της 12ης Ιανουαρίου των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος. Το θέμα θεωρείται λήξαν τόσο από κυβερνητικές όσο και από ευρωπαϊκές πηγές, παρότι ουδείς τολμά να βάλει το χέρι του στο Ευαγγέλιο ότι ο παράγων Σόιμπλε δεν θα επιχειρήσει εκ νέου ανατροπές.

Το κουβάρι άρχισε να ξεμπλέκεται δύο ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα. Το οικονομικό επιτελείο σε στενή διαβούλευση με τους εκπροσώπους των δανειστών συνέταξε επιστολή, μέσω της οποίας η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύεται σε τέσσερα σημεία. Τα πρώτα δύο θα μπορούσε να θεωρηθούν σχεδόν ανώδυνα, υπό την έννοια ότι εξαρχής η κυβέρνησης είχε ανακοινώσει πως το βοήθημα στους χαμηλοσυνταξιούχους συνιστά εφάπαξ παροχή και η αναστολή της αύξησης του ΦΠΑ στα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου έχει ισχύ ενός έτους. Αυτές οι διαβεβαιώσεις όμως τώρα παρέχονται και εγγράφως στους δανειστές.

Τα δύο επόμενα σημεία θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστούν νίκη των δανειστών και της ομάδας Σόιμπλε καθώς η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύεται:

1. Σε περίπτωση κατά την οποία το 2016 το πρωτογενές πλεόνασμα υπολείπεται του στόχου 0,5% του ΑΕΠ, τότε αυτόματα ενεργοποιείται ο κόφτης όχι γενικά και αόριστα με περικοπές δαπανών αλλά με μειώσεις συντάξεων. Επομένως, αν κριθεί από τη Eurostat τον Απρίλιο ότι οι δημοσιονομικές δεσμεύσεις δεν ικανοποιήθηκαν, τότε η κυβέρνηση θα αναγκαστεί επί της ουσίας να πάρει πίσω μέρος του χριστουγεννιάτικου μποναμά στους χαμηλοσυνταξιούχους. Κατά την εκτίμηση του υπουργού Οικονομικών, αυτό το ενδεχόμενο είναι εξαιρετικά απίθανο, ιδίως εφόσον κατά το εντεκάμηνο Ιανουάριος – Νοέμβριος τα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού δείχνουν πρωτογενές αποτέλεσμα 7,5 δισ. ευρώ. Οι πλέον καχύποπτοι υπενθυμίζουν ότι οι αρχικές εκτιμήσεις για το 2015 αφορούσαν πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ, το οποίο μετά τις μετρήσεις της Eurostat προσγειώθηκε σε 0,2% του ΑΕΠ.

2. Αν υπάρξει στο μέλλον υπεραπόδοση πλεονάσματος αυτή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά το δοκούν από την ελληνική κυβέρνηση αλλά κατόπιν συμφωνίας με τους θεσμούς, μόνο «σε στοχευμένα μέτρα για την ενδυνάμωση της κοινωνικής προστασίας και/ή για τη μείωση των φορολογικών βαρών, για τη δημιουργία μαξιλαριού ρευστότητας ή/και για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών». Πρακτικά λοιπόν τα πεδία μελλοντικής πιθανής διανομής της υπέρβασης πρωτογενούς πλεονάσματος είναι προκαθορισμένα και εφόσον υπάρχει η σύμφωνη γνώμη των δανειστών.

Σε αυτό το φόντο, ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντεϊσελμπλούμ ανακοίνωσε ότι άνοιξε ο δρόμος «για να προχωρήσουμε με τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, που θα γίνουν τον Ιανουάριο».

Κυβερνητικές αλλά και ευρωπαϊκές πηγές εκτιμούν ότι στο EuroWorking Group της 12ης Ιανουαρίου θα ξεπαγώσουν και στην πράξη τα βραχυχρόνια μέτρα για το χρέος.

Το θρίλερ συνεχίζεται, γυρνώντας μάλιστα ένα επεισόδιο πίσω. Η δεύτερη αξιολόγηση με τα σημερινά πολιτικά δεδομένα είναι αδύνατο να ολοκληρωθεί και ο ρόλος του ΔΝΤ συνιστά τον μεγάλο καταλύτη.

Η Γερμανία έχει απορρίψει το ενδεχόμενο παραμονής του ΔΝΤ σε ρόλο τεχνικού συμβούλου, όπως φέρεται να επιδιώκει η κυβέρνηση, και τώρα τα βλέμματα στρέφονται στη στάση που θα επιλέξει να τηρήσει ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ.

Αμεση επάνοδος του κουαρτέτου δεν αναμένεται και πιθανότερο θεωρείται να αρχίσει να ξεκαθαρίζει –προς οποιαδήποτε κατεύθυνση –το τοπίο, πέριξ της επόμενης προγραμματισμένης συνεδρίασης του Eurogroup στις 26 Ιανουαρίου.