Μέσα σε μόλις 24 ώρες ο τόνος της Ανγκελα Μέρκελ άλλαξε. Την Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου, τρεις ημέρες μετά την επίθεση στη χριστουγεννιάτικη αγορά του Βερολίνου με τους 12 νεκρούς, η καγκελάριος εξέφραζε την ικανοποίησή της για τις «σημαντικές προσπάθειες που έχουν γίνει, αυτά τα τελευταία χρόνια, προκειμένου να αντιμετωπιστεί καλύτερα η τρομοκρατική απειλή». Την επομένη, λίγες ώρες μετά τον θάνατο του Ανίς Αμρί -του τυνήσιου δράστη της επίθεσης που σκοτώθηκε στο Μιλάνο από την ιταλική αστυνομία -, ανακοίνωνε πως η κυβέρνησή της «θα εξετάσει με εντατικό τρόπο όλα όσα πρέπει να αλλάξουν στο οπλοστάσιο των μέτρων που διαθέτει το κράτος».

Δεχόμενη κατηγορίες από την Ακροδεξιά, αλλά και από τη δεξιότερη πτέρυγα της κοινοβουλευτικής της πλειοψηφίας, πως δεν έκανε ό,τι ήταν δυνατό προκειμένου να προστατεύσει τη χώρα από την τρομοκρατία, η Ανγκελα Μέρκελ αποφάσισε –όπως επισημαίνει η «Μοντ» –να δράσει. Δέκα μήνες πριν από τις κοινοβουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2017, κατά τις οποίες θα διεκδικήσει και τέταρτη θητεία, θέτει πλέον την ασφάλεια ως απόλυτη προτεραιότητά της: «Για μένα και για το σύνολο της κυβέρνησης, το σημαντικότερο καθήκον του κράτους είναι να προστατεύει τους πολίτες του» διαβεβαίωσε.

ΣΚΛΗΡΟΤΕΡΑ ΜΕΤΡΑ. Για τη συνέχεια η καγκελάριος ανέθεσε στον μεν υπουργό Εσωτερικών της, τον Χριστιανοδημοκράτη Τόμας ντε Μεζιέρ, να αναλυθεί κάθε πλευρά της περίπτωσης Ανίς Αμρί, να γίνει δηλαδή ένα είδος ελέγχου στο πέρας του οποίου δεν αποκλείονται ενδεχόμενες αλλαγές σε πολιτικό ή νομοθετικό επίπεδο, στον δε υπουργό Δικαιοσύνης της, τον Σοσιαλδημοκράτη Χάικο Μάας, να ανακοινώσει πολύ γρήγορα, τον Ιανουάριο του 2017, μέτρα για την αποτελεσματικότερη παρακολούθηση των επικίνδυνων ατόμων και την απέλαση, το συντομότερο δυνατόν, όσων δεν δικαιούνται να παραμείνουν στη χώρα –η αίτηση ασύλου του Αμρί είχε απορριφθεί από τον περασμένο Ιούνιο.

ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΜΝΗΜΗ. Ο χαρακτηρισμένος ως «επικίνδυνος» Αμρί, για τον οποίο όμως οι γερμανικές Αρχές δεν βρήκαν επιβαρυντικά στοιχεία ότι προετοίμαζε επίθεση και έπαψαν να τον παρακολουθούν, αξιοποίησε όλες τις αδυναμίες του κράτους δικαίου. Τώρα η Γερμανία καλείται να κάνει μια δύσκολη συζήτηση για το τι μέλλει γενέσθαι στα θέματα των προσφύγων και της πολιτικής ασφάλειας. Τη συζήτηση δυσκολεύει ακόμα περισσότερο το γεγονός πως, λόγω της πρόσφατης ιστορίας της, η Γερμανία έχει μια ενστικτώδη αποστροφή προς οτιδήποτε μπορεί να φαίνεται σαν επιστροφή σε ένα αστυνομικό κράτος: το αποδεικνύουν οι ενστάσεις που ήδη διατύπωσε η τοπική κυβέρνηση του Βερολίνου (Σοσιαλδημοκράτες – Οικολόγοι – Αριστερά) για τα σχέδια της ομοσπονδιακής κυβέρνησης να διευρύνει την παρακολούθηση με κάμερες σε δημόσιους χώρους.