Η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει μετατρέψει τις απελάσεις ξένων σε κεντρικό άξονα της μεταναστευτικής της πολιτικής. Ο αριθμός των προσφύγων και μεταναστών που φτάνουν στην ήπειρο δεν έχει σταματήσει να αυξάνεται από τότε που ξεκίνησε η Αραβική Ανοιξη, το 2011, και οι Βρυξέλλες προσπαθούν να οδηγήσουν πίσω στις χώρες τους εκείνους των οποίων οι αιτήσεις για άσυλο απορρίπτονται. Οπως συνέβη όμως με τον δράστη της επίθεσης στο Βερολίνο, ο οποίος έπρεπε να είχε επιστρέψει στην Τύνιδα, οι αριθμοί δείχνουν ότι οι περισσότεροι απ’ όσους λαμβάνουν εντολή να εγκαταλείψουν το ευρωπαϊκό έδαφος δεν το κάνουν. Από τις απελάσεις που αποφασίστηκαν το 2015, στην πραγματικότητα προχώρησε μόνο η μία στις τρεις (ποσοστό 36%).

«Οι χώρες στις οποίες πρέπει να επιστρέψουν οι μετανάστες είτε δεν συνεργάζονται είτε δεν βρίσκουν τα χαρτιά των ανθρώπων που πρέπει να επιστρέψουν», εξηγεί στην «Ελ Παΐς» ο διευθυντής της Frontex Φαμπρίτσε Λετζέρι. Πέρυσι 530.000 άνθρωποι έλαβαν εντολή να φύγουν από την ΕΕ, στοιχεία όμως της Eurostat δείχνουν ότι επέστρεψαν στις χώρες τους μόλις 193.565. Η διαφορά μπορεί να εξηγηθεί από διάφορους παράγοντες. Κάποιοι μπορεί να επέστρεψαν εθελοντικά, χωρίς να το πληροφορηθούν οι Αρχές. Κάποιοι άλλοι «εξαφανίστηκαν». Ο μεγαλύτερος αριθμός των προσφύγων ή μεταναστών που έλαβαν το 2015 εντολή να φύγουν βρισκόταν στην Ελλάδα (25%) και τη Γαλλία (19%). Αλλο ένα 12,6% βρισκόταν στη Γερμανία.

Πέρα από τους αριθμούς αυτούς, πάντως, άλλες κοινοτικές πηγές παραδέχονται ότι τα στοιχεία για τις επιστροφές προσφύγων και μεταναστών είναι αμφισβητήσιμα –και καθόλου διαφανή –διότι ούτε η ΕΕ ούτε οι τρίτες χώρες που πρέπει να δεχθούν τους μετανάστες έχουν συμφέρον να δώσουν αυτούς τους αριθμούς στη δημοσιότητα. Οι Αρχές μιας χώρας όπως η Νιγηρία με την οποία οι Βρυξέλλες προσπαθούν αυτές τις ημέρες να υπογράψουν μια συμφωνία επαναπατρισμού των υπηκόων της εμφανίζονται δύσπιστες απέναντι σε μια πρόταση που στην πραγματικότητα βλάπτει τα συμφέροντά της. Και αυτό διότι τα εμβάσματα που στέλνουν οι μετανάστες στις χώρες καταγωγής τους είναι κατά πολύ υψηλότερα της αναπτυξιακής βοήθειας που δίνει στις χώρες αυτές η Ευρώπη. Δεν έχουν έτσι κανένα κίνητρο να δεχθούν πίσω αυτούς τους ανθρώπους.

Γνωρίζοντας αυτά τα προβλήματα, η Ευρώπη αποφεύγει να δώσει στη δημοσιότητα αριθμούς ώστε να μην εμποδίσει τις διαπραγματεύσεις με αυτές τις τρίτες χώρες. Και προσπαθεί να κλείσει συμφωνίες με εκείνες τις αφρικανικές χώρες που διαπνέονται από πνεύμα συνεργασίας.

Σε αυτό το πλαίσιο, σημειώνει η ανταποκρίτρια της «Ελ Παΐς» στις Βρυξέλλες, δεν είναι περίεργο ότι ο κατάλογος των απελάσεων που γίνονται διαφέρει πολύ από τον κατάλογο των απελάσεων που αποφασίζονται. Από την άποψη της εθνικότητας των προσφύγων που απορρίπτεται η αίτησή τους για άσυλο και λαμβάνουν εντολή να εγκαταλείψουν την Ευρώπη, οι περισσότεροι είναι Σύροι –κι ας γίνεται πόλεμος στη χώρα τους –και ακολουθούν οι Αλβανοί, οι Αφγανοί, οι Μαροκινοί και οι Ιρακινοί. Στο τέλος, όμως, οι περισσότεροι από αυτούς που επιστρέφουν είναι Αλβανοί και ακολουθούν οι Κοσοβάροι, οι Ουκρανοί και οι Σέρβοι. Το κακό είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι ακριβώς εκείνοι που ανησυχούν τις Βρυξέλλες.

Χωρίς συμφωνίες έκδοσης, τα εμπόδια για τις απελάσεις είναι τεράστια. Οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να αποδεικνύουν σε κάθε περίπτωση ότι ο πολίτης κατάγεται πράγματι από τη χώρα στην οποία θέλουν να τον στείλουν. Στη συνέχεια έρχονται σε επαφή με την εμπλεκόμενη χώρα προκειμένου να στείλει τα χαρτιά του μετανάστη και να καταστεί δυνατή η επιστροφή του. Σε αυτό το στάδιο, όμως, πολλές χώρες θέτουν εμπόδια και κωλυσιεργούν.

Πέρα από την τρομοκρατική απειλή, η Ευρώπη είναι αποφασισμένη να αυξήσει τις επιστροφές των μεταναστών καθώς το πρόβλημα έχει επιδεινωθεί μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Παραδόξως, η πολιτική των απελάσεων έχει χαλαρώσει τα τελευταία χρόνια σε σχέση με το 2008, ενώ την ίδια περίοδο οι αφίξεις μεταναστών στη Γηραιά Ηπειρο αυξήθηκαν.

11,6%

μικρότερος σε σχέση με το 2008 ήταν πέρυσι ο αριθμός των προσφύγων ή μεταναστών που έλαβαν εντολή να εγκαταλείψουν τις χώρες της ΕΕ. Και ο αριθμός εκείνων που επέστρεψαν στις χώρες τους ήταν μικρότερος κατά 8,4%