Για τους πολιτικούς καμιά δημοσιότητα δεν είναι ντροπή. Ποτέ δεν ήταν. Αλλά και ποτέ δεν ήταν όπως τώρα. Τώρα που έχει ξεχειλώσει η δημόσια σφαίρα, ο πολιτικός έχει πολύ περισσότερες ευκαιρίες για δημοσιότητα. Αρκεί να έχει λιγότερη ντροπή.
Αρκεί να έχει, όπως προχθές ο Σταύρος Θεοδωράκης, την ετοιμότητα να εξηγήσει από πού κληρονόμησε τον φετιχισμό του με τα δαχτυλίδια. Ή να έχει την τόλμη να χύσει δημόσια δάκρυα για τους γονείς του, όπως παλιότερα η Φώφη Γεννηματά. Ή να έχει την τόλμη να διηγηθεί τον εφήμερο χωρισμό του, όπως πέρυσι ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Αρκεί να μπορεί, όπως παραμονές Χριστουγέννων η Ντόρα Μπακογιάννη, να αψηφά αυτοσαρκαστικά τις ψυχοπολιτικές συνδηλώσεις της εξομολόγησής της ότι ο αδελφός της ήταν προϊόν τής κατ’ οίκον κράτησης –και της παράπλευρης συζυγικής θαλπωρής –που επέβαλε στους γονείς της η δικτατορία («Μας έκανε κι ένα καλό η χούντα»).
Πού ειπώθηκαν όλα αυτά; Μα στην πολυθρόνα της Τατιάνας Στεφανίδου. Στην πολυθρόνα-θεσμό που, χάρη στη νομιμοποιητική προτίμηση των πολιτικών αλλά και την αντοχή της οικοδέσποινας στον χρόνο, έχει περιωπή δημόσιου εξομολογητηρίου.
Το μενού της Τατιάνας είναι μόνο κατ’ εξαίρεση παραπολιτικό. Συνήθως είναι παραδοσιακό. Ερωτικά δράματα και σκάνδαλα. Καμιά φορά κανένας φόνος. Φρικιά και ψώνια. Ενα ανεξάντλητο ανθρωπολογικό πάρκο, χάρη στο οποίο η εκπομπή διατηρεί το μιντιακό κεφάλαιο που την κάνει περιζήτητη και για τους πολιτικούς.
Τι δηλαδή πρέπει να πει ο πολιτικός για να συναντήσει το μεγάλο κοινό –το κοινό που έχει κλειστεί πίσω από τον φράχτη της αντισυστημικής καχυποψίας; Να μιλήσει για την καμπύλη του δημοσίου χρέους; Δεν είναι καλύτερο να μιλήσει στην Τατιάνα –και δι’ αυτής στην κοινότητα των τατιανικών που διαφορετικά θα έμενε απροσπέλαστη –για τον εαυτό του;
Πρόσωπα εκ των προτέρων συκοφαντημένα, λόγω ιδιότητας, οι πολιτικοί αναγκάζονται να προσφερθούν στη σκηνή της αυτοέκθεσης. Ούτως ή άλλως, σε ένα περιβάλλον όπου και οι πέτρες έχουν μάτια, οι «σελέμπριτις» της πολιτικής δεν αποφεύγουν το ξεφοδράρισμα της ιδιωτικής τους ζωής. Οπότε, αν είναι να σε γδύσουν, καλύτερα να γδυθείς μόνος σου.
Το πρόβλημα είναι ότι το σπορ της αυτοέκθεσης ολοένα και δυσκολεύει. Το κοινό έχει γίνει πολύ απαιτητικό. Συγκινείται δύσκολα. Οχι απλώς επειδή έχει καταναλώσει πολύ ριάλιτι. Αλλά επειδή πλέει πια νυχθημερόν σε έναν ωκεανό «εξομολογήσεων». Σε έναν διαδικτυακό ωκεανό αυτοφωτογραφιζόμενων ναρκισσισμών –ιδιωτικών βίων που αντλούν τη σημασία τους μόνο από το γεγονός ότι δεν αντέχουν να μείνουν ιδιωτικοί.
Η τηλεοπτική φόρμα της Τατιάνας μοιάζει έτσι «αναλογική». Προψηφιακή και γι’ αυτό κάπως αθώα –όπως όλα τα ξεπερασμένα μέσα που δεν έχουν στη διάθεσή τους τις νέες εξεζητημένες τεχνικές διαμεσολάβησης.
Στης Τατιάνας δεν υπάρχουν αλγόριθμοι, στρατηγικές και τρολ. Στης Τατιάνας ο καθένας είναι ελεύθερος να τρολάρει τον εαυτό του.