Ηταν μια συνέντευξη με τη συνηθισμένη γοητεία αλλά και εντυπωσιοθηρία της αμερικανικής τηλεόρασης. Μεταδόθηκε τον Μάιο του 2004 και στη διάρκειά της η οικοδέσποινα Οπρα Γουίνφρεϊ ζητούσε από τον καλεσμένο της Τζορτζ Μάικλ, άλλοτε με ενδιαφέρον και άλλοτε για το σούσουρο, λεπτομέρειες για τη μέρα που ο συγχωρεμένος πια μουσικός συνελήφθη για «ασελγείς πράξεις» σε δημόσιες τουαλέτες του Μπέβερλι Χιλς. Ο Μάικλ απαντούσε προσεκτικά, αν όχι συνεσταλμένα, ενώ η Γουίνφρεϊ ήθελε να εμβαθύνει. «Ανησυχείς αν το αμερικανικό κοινό σε δεχτεί, ακόμα και τώρα, σαν γκέι καλλιτέχνη;» ρώτησε κάποια στιγμή. Εκείνος ζύγισε τις λέξεις, είπε κάτι του στυλ «δεν με ενδιαφέρει να πουλάω σε ομοφοβικούς» και χειροκροτήθηκε. Κατόπιν κατέληξε σε κάτι πιο πλήρες θεωρητικά: «Δεν χρειάζομαι την έγκριση των ανθρώπων που δεν με αποδέχονται».
Το μότο του ακούγεται τίμιο ως στάση ζωής: συνομιλούμε μόνο με όσους μας αποδέχονται. Αν πάντως μελετηθεί ευρύτερα, θα πει κάποιος, ίσως αποδειχθεί ελαφρώς διχαστικό. Αντί για σύγκλιση συμφερόντων και φιλελευθεροποίηση απόψεων, επιθυμεί τον διαχωρισμό τους. Καμία συναίνεση δεν επιτυγχάνεται έτσι. Γιατί όμως να προσέλθει συναινετικά ένας ομοφυλόφιλος σε έναν ομοφοβικό; Γιατί ένας πρόσφυγας να αποζητήσει την έγκριση ενός φασίστα; Γιατί ένας άνεργος να συνομιλήσει καλή τη πίστει με κάποιον που θεωρεί την ανεργία προσωπική αποτυχία ή σχεδόν φυσικό φαινόμενο; Μα, έτσι κάνουν οι συντεταγμένες κοινωνίες που αποσκοπούν στην πρόοδο, είναι μια απάντηση. Οπως όμως διαπίστωσε ο Τζορτζ Μάικλ στη ζωή του, ακόμα και αυτές οι κοινωνίες έχουν κάμποσο δρόμο μέχρι να συμφωνήσουν στο ποια φαινόμενα (ο ερωτικός προσανατολισμός, η μετανάστευση, η ανεργία, ο φασισμός) είναι φυσικά και ποια όχι.