Την ίδια ώρα που (βαλλόμενος αγρίως από αντιπολιτευόμενα κόμματα) φθάνει στην Αθήνα ο κύπριος πρόεδρος για διασφάλιση στήριξης και χάραξη κοινής γραμμής, αναχωρεί για την Αγκυρα υψηλού επιπέδου αποστολή του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών (υπό τον γενικό γραμματέα του Δημήτρη Παρασκευόπουλο) για κρίσιμες διαβουλεύσεις. Από την έκβαση των οποίων και θα εξαρτηθεί τελικά τόσο η τύχη της Διάσκεψης στη Γενεύη για τελική λύση του Κυπριακού όσο –κατά συνέπεια –και η ομαλή, ή μη, μετεξέλιξη των ελληνοτουρκικών ζητημάτων.
Σε αυτές ειδικά τις διαβουλεύσεις, σε επίπεδο ανώτερων διπλωματικών στελεχών, θα δοκιμασθούν οι θέσεις (και επομένως οι «επί ξυρού ακμής» σχέσεις) των δύο χωρών. Και από το αποτέλεσμά τους θα εξαρτηθεί ακριβώς η κυοφορούμενη συνάντηση κορυφής, δηλαδή μεταξύ του τούρκου προέδρου και του έλληνα Πρωθυπουργού. Οπότε –και εφόσον αυτό επιτευχθεί –μπορεί να διανοιγεί πυλώνας ακόμη και ευοίωνων προοπτικών:
α) Για ταχεία πλέον και οριστική λύση του Κυπριακού. Του οποίου η εξωτερική πτυχή εξαρτάται βασικά από τη βούληση των εγγυητριών δυνάμεων. Κυρίως της Ελλάδας και της Τουρκίας.
β) Για δρομολόγηση διαδικασιών εξομάλυνσης των διαφορών στα ευρύτερα ζητήματα που δημιουργούν επικίνδυνες τριβές μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας.
Οπως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, και από τα Ηνωμένα Εθνη (όπου παρεμπιπτόντως θα μεταβεί την επόμενη εβδομάδα για επαφές με τον γενικό γραμματέα ο έλληνας ΥΠΕΞ) και από κάποια κέντρα ισχύος που εκ παραλλήλου διαμεσολαβούν, έχουν διαβιβασθεί αρκούντως ισχυρά μηνύματα προς τις δύο πρωτεύουσες για την ανάγκη συμβιβαστικής διεξόδου. Ειδικότερα η Ουάσιγκτον υπήρξε το τελευταίο διήμερο «εντόνως προειδοποιητική» ως προς τους κινδύνους τυχόν ναυαγίου και των υποτροπών που αναποφεύκτως θα αναπαραχθούν. Επιδρώντας αρνητικά, στο σύνολο των ελληνοτουρκικών ζητημάτων.
Η Συνθήκη Εγγυήσεως. Εν προκειμένω οι πιέσεις κατευθύνονται περισσότερο προς την ελληνική πλευρά, καθώς η Αγκυρα ελισσόμενη, έστω και εικονικά έχει δεχθεί διαφοροποίηση της σχετικής Συνθήκης Εγγυήσεως, και ως προς το περιεχόμενο, και ως προς το χρονοδιάγραμμα ισχύος που αυτή θα έχει.
Οπότε και υιοθετείται από τους τρίτους η ανάγκη για μια «μέση τομή». Κάτι που η Αθήνα –προς το παρόν –και από κοντά η Λευκωσία δεν αποδέχονται. Κυρίως γιατί δεν νοείται χώρα-μέλος των Ηνωμένων Εθνών και ενσωματωμένη στους ευρωπαϊκούς θεσμούς να τελεί υπό «εγγυητική κηδεμονία». Με ξένα μάλιστα στρατεύματα στην επικράτειά της. Τα πράγματα οδηγούνται ουσιαστικά σε «σημείο μηδέν». Που αν δεν υπάρξει διέξοδος και υπέρβαση, θα προκληθεί ναυάγιο πριν καν από τη Διάσκεψη που έχει προγραμματισθεί. Και αυτό είναι ακριβώς που προκαλεί τις παρεμβάσεις. Ενώ αύριο και ανάλογα με τα μηνύματα που θα φθάσουν από την αποστολή στην Αγκυρα, Λευκωσία και Αθήνα θα προσδιορίσουν τα διαπραγματευτικά τους όρια. Που θα είναι ουσιαστικά τα πλαίσια του αποδεκτού ιστορικού συμβιβασμού για το (ιεραρχούμενο ως πρώτο σε εθνική προτεραιότητα) Κυπριακό.
Τι φοβούνται στην Κύπρο. Εν προκειμένω οι φόβοι της Λευκωσίας –που θα τους καταθέσει αύριο στο Μαξίμου ο κύπριος πρόεδρος –δεν είναι μόνο το τυχόν ναυάγιο, αλλά ο κίνδυνος να το χρεωθεί ενδεχομένως η ελληνική πλευρά. Οπότε και το κόστος μπορεί να αποβεί έως και μοιραίο. Καθώς η Αγκυρα, σε μια τέτοια περίπτωση, θα οπλίσει αιτιάσεις και θα προχωρήσει σε μονομερείς ενέργειες. Με πρώτη στόχευση (έως και με αεροναυτική παρέμβαση) τις διαδικασίες εξόρυξης, εκμετάλλευσης και νομής των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων της κυπριακής ΑΟΖ. Εξού και τα κοιτάσματα είναι παρασκηνιακά το «κυρίως πιάτο» στο τραπέζι όσων ενεργούν για προαγωγή κυπριακού συμβιβασμού. Με πρώτες τις ΗΠΑ, που μπαίνουν για τα καλά στο ενεργειακό παιχνίδι της περιοχής. Υπαγορεύοντας ουσιαστικά τους ρυθμούς του.
Ο κύπριος πρόεδρος ειδικότερα –λόγω και των εσωτερικών αντιδράσεων που κλιμακώνονται όσον αφορά τους χειρισμούς του –βρίσκεται μπροστά στα κρισιμότερα διλήμματα της θητείας του. Κι αυτά θα βρεθούν στο επίκεντρο της σύσκεψης στο Μαξίμου, στην οποία θα μετέχουν και οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο κρατικών κέντρων του Ελληνισμού. Με τον Νίκο Αναστασιάδη να μεταφέρει τις τελευταίες θέσεις (και απαιτήσεις) της τουρκοκυπριακής πλευράς, τις οποίες βεβαίως υπαγορεύει προς τον κατοχικό ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί ο ίδιος ο Ερντογάν. Ενώ τα Ηνωμένα Εθνη, διά του ειδικού αντιπροσώπου του γενικού γραμματέα, ζητούν απαντήσεις πριν από τη δεύτερη εβδομάδα του νέου έτους προκειμένου να ενεργήσουν αναλόγως για ένα πλαίσιο έστω και «κατ’ αρχήν συμφωνίας».
Αγκάθι για τη Διάσκεψη εξακολουθεί να είναι, αφενός, η εκπροσώπηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και, αφετέρου, η παρουσία τρίτων. Δηλαδή, της ΕΕ και κυρίως μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η Αγκυρα δέχεται σιωπηρά, «ως παρατηρητή», εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αλλά δεν συναινεί στην παρουσία οποιωνδήποτε άλλων. Ούτε βεβαίως του κυπριακού κράτους. Θεωρώντας ότι αν απαιτηθεί να υπογραφεί οτιδήποτε, αυτό πρέπει να το πράξει το υπό καθίδρυση κράτος που θα έχει ανακύψει από τις συμφωνίες!