Πάνω από έναν μήνα καθυστέρηση στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές προκάλεσε ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε η κυβέρνηση τη διανομή του κοινωνικού μερίσματος. Η αναστολή των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος που είχαν αποφασιστεί στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου αναμένεται να αρθεί στο EuroWorking Group της 12ης Ιανουαρίου, μετά την επιστολή του Ευκλείδη Τσακαλώτου με την οποία ο υπουργός Οικονομικών δήλωσε προσήλωση στις δεσμεύσεις του Μνημονίου και δεσμεύθηκε να περικόψει συντάξεις αν διαψευσθούν τελικά οι θετικές προβλέψεις για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016.
Ωστόσο, παρά τη λήξη της εκκρεμότητας για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, η αξιολόγηση είναι μια άλλη ιστορία και προς το παρόν παραμένει απολύτως αβέβαιο το πότε θα ολοκληρωθεί. Για την ακρίβεια, μετά τη 12η Ιανουαρίου επιστρέφουμε στον σκληρό πυρήνα των προβλημάτων, που περιλαμβάνει όχι μόνο τα ανοιχτά θέματα της αξιολόγησης αλλά και –κυρίως –την εξεύρεση συμφωνίας μεταξύ ΔΝΤ και ευρωζώνης για τον ρόλο του πρώτου στο ελληνικό πρόγραμμα.
Με το μέτωπο να παραμένει ανοιχτό μετά τις αλλεπάλληλες ανταλλαγές διαξιφισμών – επιχειρημάτων μεταξύ του Πολ Τόμσεν και της Κομισιόν, η έκβαση δεν μπορεί να προεξοφληθεί, αναφέρουν πηγές που παρακολουθούν από κοντά τη διαπραγμάτευση.
Σε κάθε περίπτωση, κλειδί θεωρείται η στάση που θα κρατήσει η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ για τον ρόλο του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Κάτι που αναμένεται να ξεκαθαριστεί μετά την ανάληψη καθηκόντων από τον Ντόναλντ Τραμπ στις 20 Ιανουαρίου.
Αυτό αφήνει ελάχιστο χρόνο για αποφάσεις στο Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου, όπως επιδιώκει η κυβέρνηση.
«Στο διάστημα από το EuroWorking Group της 12ης Ιανουαρίου έως το Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου, τα “μεγάλα παιδιά” πρέπει να κάνουν πολλά και διάφορα» σχολιάζουν στελέχη της κυβέρνησης, αναφερόμενα στη συνεννόηση μεταξύ της Γερμανίας, των λοιπών χωρών της ευρωζώνης και του ΔΝΤ. Σημειωτέον ότι το διάστημα αυτό το ΔΝΤ θα δημοσιοποιήσει και την επίσημη έκθεσή του για την αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας με βάση το άρθρο 4, αλλά και –ενδεχομένως –μια νέα ανάλυση βιωσιμότητας χρέους, η οποία ουσιαστικά θα αποκαλύπτει τις προθέσεις του για τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα. Εκτός κι αν αποφασίσει να τα αναβάλει.
Εντός και εκτός κυβέρνησης, πολλοί πιστεύουν πλέον ότι το πιο πιθανό σενάριο είναι να μη συμμετάσχει το ΔΝΤ πλήρως, δηλαδή με χρηματοδότηση, στο ελληνικό πρόγραμμα. Για την κυβέρνηση, άλλωστε, τα στελέχη της δεν κρύβουν ότι αυτό είναι και το ευκταίο σενάριο.
Σύμφωνα όμως με πληροφορίες από πηγή που είναι σε επαφή με το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών, ακόμη κι αν συμβεί αυτό, δεν θα είναι χωρίς κόστος για την Ελλάδα όπως ελπίζει η κυβέρνηση.
Συγκεκριμένα, η πηγή αυτή υποστηρίζει ότι μετά την επιστολή Τσακαλώτου η Γερμανία δεν είναι τόσο αρνητική ως προς την αξιολόγηση. Αναφέρεται μάλιστα ότι θα προσπαθήσει να ξεχωρίσει την αξιολόγηση από τη συμμετοχή του ΔΝΤ. Ετσι η αξιολόγηση θα μπορέσει να ολοκληρωθεί χωρίς να έχει συμφωνηθεί αν θα επιστρέψει ή όχι στο ελληνικό πρόγραμμα το Ταμείο. Κάτι που έως τώρα, με βάση και τις δηλώσεις Ντεϊσελμπλούμ στο τελευταίο Eurogroup, εθεωρείτο προϋπόθεση.
Ωστόσο, για να συναινέσει σε μια τέτοια λύση η Γερμανία θα απαιτήσει, σύμφωνα με την ίδια πηγή, να λάβει μέτρα «τύπου ΔΝΤ» η Ελλάδα. Συγκεκριμένα, από τα δύο αγαπημένα μέτρα του ΔΝΤ, τη μείωση του αφορολογήτου και την περικοπή των υφιστάμενων συντάξεων, η Γερμανία φέρεται να επιδιώκει τη θέσπιση του πρώτου. Αν επιβεβαιωθεί κάτι τέτοιο θα φέρει σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση, η οποία θεωρεί ότι έχει ολοκληρωθεί το 95% των θεμάτων και απομένει μόνο ένα 5%, που θα μπορούσε να συμφωνηθεί «ακόμη και σε μία ώρα» όπως λένε χαρακτηριστικά τα στελέχη της.
Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι οι δανειστές και ιδίως η Γερμανία δεν θέλουν να προκαλέσουν εκλογές στην Ελλάδα. Από την άλλη, όμως, καθώς η γερμανική αλλά και η ολλανδική κυβέρνηση έχουν υποσχεθεί στα κοινοβούλιά τους συμμετοχή του ΔΝΤ, πρέπει να αποδείξουν τουλάχιστον ότι θα υπάρξει πειθαρχία και εφαρμογή μέτρων τύπου ΔΝΤ, αν το Ταμείο τελικά δεν συμμετάσχει.
Ολο αυτό μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω καθυστερήσεις. Σε κάθε περίπτωση, το Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου δείχνει ως ένα μάλλον πιο ρεαλιστικό ορόσημο παραμένοντας στην αισιόδοξη πλευρά. Αλλωστε, ο μεγάλος στόχος της κυβέρνησης που είναι η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δεν θα μπορέσει ούτως ή άλλως να υλοποιηθεί πριν από τη συνεδρίαση της ΕΚΤ στις 9 Μαρτίου.
Εξάλλου, αυτό το 5% που υποστηρίζουν τα κυβερνητικά στελέχη ότι απομένει να κλείσει στην αξιολόγηση είναι σχετικό, καθώς περιλαμβάνει λίγα αλλά τσουχτερά ανοιχτά θέματα: εργασιακά, δημοσιονομικό κενό και ενεργειακά.
Για τα εργασιακά και ειδικότερα στο θέμα των ομαδικών απολύσεων, τα στελέχη αυτά υποστηρίζουν ότι μάλλον δεν θα πειραχτεί το όριο (5%), ενώ το βέτο υπουργού θα αντικαταστήσει μια διαδικασία κοινώς αποδεκτή. Για τα δημοσιονομικά, απομένει το κενό του 2018, το οποίο το ΔΝΤ ανεβάζει στα 400 εκατ. ευρώ και η ευρωζώνη κάτω από 200 εκατ. ευρώ. Για τα ενεργειακά, το σοβαρότερο ανοιχτό θέμα είναι το μεγαλύτερο άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρισμού εις βάρος της ΔΕΗ.
Φυσικά, αν τελικά δεν επικρατήσει η λύση του βελούδινου διαζυγίου με το ΔΝΤ αλλά η παραμονή του στο πρόγραμμα, τα προβλήματα θα είναι ακόμη περισσότερα καθώς το Ταμείο θα ζητήσει μέτρα 4,6 δισ. ευρώ και όλα από τώρα. Μέχρι στιγμής, το Ταμείο δεν έχει αποδεχθεί την ιδέα του κόφτη ως αντιστάθμισμα στα μέτρα, ακόμη κι αν αυτός πάρει άλλη, πιο αυστηρή μορφή, αναφέρουν κυβερνητικά στελέχη.
Η κυβέρνηση στηρίζει τις ελπίδες της στο ότι η Ευρώπη δεν θα θελήσει να ανοίξει άλλο ένα μέτωπο σε μια χρονιά εκλογικών αναμετρήσεων με άνοδο των λαϊκιστικών και ακροδεξιών δυνάμεων. Πράγματι, πληροφορίες από άλλες πλευρές συμφωνούν ότι η Ευρώπη δεν θα αφήσει το ΔΝΤ να διαλύσει την ευρωζώνη. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάποιος άλλος δεν θα αναλάβει ρόλο ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.