29/12/2016

Εξασθενημένη λειτουργία έχει η ινσουλίνη στον οργανισμό των γυναικών που πάσχουν από σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, επιβεβαιώνει ιταλική ανασκόπηση που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο επιστημονικό έντυπο CurrentPharmaceauticalDesign.

H ινσουλίνη είναι μία ορμόνη που εκκρίνεται από το πάγκρεας και ρυθμίζει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Αυτό το επιτυγχάνει διευκολύνοντας τη μεταφορά γλυκόζης από την κυκλοφορία του αίματος μέσα στα κύτταρα, όπου θα αποτελέσει καύσιμη ύλη για την παραγωγή ενέργειας. Η δράση αυτή της ινσουλίνης είναι τόσο σημαντική, που σε απουσία της ορμόνης τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα ανέρχονται σε πολύ υψηλά επίπεδα και αναπτύσσεται σακχαρώδης διαβήτης.

Σε ορισμένες περιπτώσεις (παχυσαρκία, πολυκυστικές ωοθήκες, προδιάθεση για διαβήτη, υπερέκκριση κορτιζόλης κ.α.), μολονότι δεν επηρεάζεται αρνητικά η παραγωγή και η έκκριση της ινσουλίνης, διαταράσσεται η προαναφερθείσα δράση της στα κύτταρα. Έτσι, παρά την παρουσία της ινσουλίνης, η γλυκόζη δεν μπορεί να ρυθμιστεί, καθώς οι ιστοί “αντιστέκονται” στη δράση της (ινσουλινοαντίσταση). Για να το αντιμετωπίσει αυτό ο οργανισμός, εξωθεί το πάγκρεας σε υπερβολική παραγωγή ινσουλίνης, τόσο που τα επίπεδά της στο αίμα να αυξάνονται από 2 έως και 10 φορές πάνω από το φυσιολογικό (υπερινσουλιναιμία). Το φαινόμενο αυτό είναι τόσο συχνό, που απαντάται περίπου στο 20-26% του ενηλίκου πληθυσμού σε Ευρώπη και Αμερική.

Μια πρόσφατη ανασκόπηση μελετών από το Πανεπιστήμιο της Βερόνα επιβεβαίωσε ότι η ινσουλινοαντίσταση αποτελεί μείζον ζήτημα υγείας στις νεαρές γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών. Ο Δρ. Πάολο Μοτζέττι αξιολόγησε στοιχεία για την παθογένεση και θεραπεία της εξασθενημένης δράσης της ινσουλίνης που συχνά διαγιγνώσκεται σε γυναίκες με το εν λόγω σύνδρομο. Εν τέλει, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ινσουλινοαντίσταση αποτελεί βασικό μηχανισμό της παθογένεσης του συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών, επειδή κατά βάση η υπερινσουλιναιμία έχει έντονη αλληλεπίδραση με την περίσσεια ανδρογόνων που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη γυναικολογική πάθηση. Επιπλέον, η εξασθενημένη δράση της ινσουλίνης είναι κεντρικός μηχανισμός των μεταβολικών ανωμαλιών, που επίσης εντοπίζεται σε αυτές τις γυναίκες και αποτελεί μείζονα πτυχή του υποκείμενου ιατρικού βάρους που αποδίδεται στο σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.

“Ένα βασικό ερώτημα που ανακύπτει μετά από κάθε τέτοια μελέτη για το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών είναι ο ρόλος του σωματικού βάρους και συγκεκριμένα του πλεονάζοντος σωματικού λίπους στις γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών. Εξάλλου, συστηματικές μελέτες έχουν δείξει πως οι παχύσαρκες πάσχουσες γυναίκες που έχουν αντίσταση στη δράση της ινσουλίνης διατρέχουν κίνδυνο έως και 20% να νοσήσουν στο μέλλον από σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ (μη ινσουλινο-εξαρτώμενος). Ωστόσο, ακόμη και οι ασθενείς που δεν είναι παχύσαρκες, αλλά έχουν αυξημένο σωματικό βάρος (δείκτης σωματικής μάζας >27), έχουν αυξημένο ρίσκο εμφάνισης της νόσου. Αλλαγές στον τρόπο ζωής και/ή συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή μπορούν να συμβάλλουν θετικά στην διαχείριση της κατάστασης. Αλλά, το θεραπευτικό μοντέλο που επιλέγεται κάθε φορά πρέπει να είναι εξατομικευμένο”, σχολιάζει ο Χάρης Χ. Χηνιάδης, μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος με εξειδίκευση στην εξωσωματική γονιμοποίηση και την Λαπαροσκοπική Χειρουργική, συνεργάτης στη Μονάδα Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής του Μαιευτηρίου ΜΗΤΕΡΑ.

Και συμπληρώνει: “δοθείσης της ευκαιρίας να ξεκαθαρίσουμε ότι, δεν πρέπει να συγχέεται το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών με τις πολυκυστικές ωοθήκες. Οι τελευταίες είναι ένα εύρημα με αυξανόμενη συχνότητα λόγω της χρήσης υπερήχων στην γυναικολογική εξέταση ρουτίνας. Υπολογίζεται πως περίπου 20% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας έχουν πολυκυστικές ωοθήκες, αλλά λιγότερες από τις μισές έχουν τα βιοχημικά και ορμονικά ευρήματα που συνιστούν το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, το οποίο αφορά τελικά στο 4-5% του γυναικείου πληθυσμού αναπαραγωγικής ηλικίας. Μάλιστα, μελέτες για τα αίτια του συνδρόμου έχουν αναδείξει τον ρόλο ενός συγκεκριμένου γονιδίου, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να κληροδοτηθεί από τη μητέρα στην κόρη”.

Συνεπώς, σύμφωνα με τον Δρ. Χηνιάδη, για τη σωστή διάγνωση του συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών καίριας σημασίας είναι η λήψη λεπτομερούς ιατρικού ιστορικού αξιολογώντας στοιχεία, όπως η παχυσαρκία ή η τάση για εύκολη αύξηση του σωματικού βάρους, φυσικά η κληρονομικότητα και πιο κυρίαρχα χαρακτηριστικά, όπως ο ανώμαλος κύκλος (αμηνόρροια-ολιγομηνόρροια-αραιομηνόρροια σε ποσοστό 20-50%), η αυξημένη τριχοφυία (65-70%), η ακμή (25-35%) και η αλωπεκία (3-6%).

“Ένα σημαντικό ποσοστό (20-75%) των γυναικών αυτών πάσχει από υπογονιμότητα και στις περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών διαγιγνώσκεται κατά τη διάρκεια της διερεύνησης των αιτιών της υπογονιμότητας του ζεύγους”, προσθέτει ο Δρ. Χηνιάδης.

Η διερεύνηση συνεχίζεται με διακολπικό υπερηχογράφημα ωοθηκών και εν συνεχεία με έλεγχο του ορμονικού προφίλ της ασθενούς με μια σειρά εξετάσεων (LH, FSH, Προλακτίνη, Προγεστερόνη, DHEAS, SHBG κ.ά.). “Ταυτόχρονα ελέγχουμε και τη λειτουργία των επινεφριδίων προκειμένου να αποκλείσουμε κάποιους αρρενοποιητικούς όγκους οι οποίοι είναι μεν σπάνιοι, όταν όμως εμφανιστούνμιμούνται τα συμπτώματα του συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών”, συμπληρώνει ο ειδικός.

Εξατομικευμένο θεραπευτικό πρόγραμμα

Για την επιτυχημένη θεραπευτική διαχείριση του συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών ο γυναικολόγος θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν του όλα τα κλινικά, εργαστηριακά και απεικονιστικά δεδομένα. “Συνήθως αρχικά γίνεται επιλογή ανάμεσα σε ένα απλό αντισυλληπτκό χάπι ή οξική κυπροτερόνη με προγεστρερινοειδές προκειμένου να επιτευχθεί σταθερός κύκλος και να προστατευθεί το ενδομήτριο. Ταυτόχρονα συνίσταται τακτική άσκηση και δίαιτα. Αν χρειαστεί και καταδειχθεί από τον έλεγχο ινσουλίνης/γλυκόζης τότε σύμφωνα με τα νέα δεδομένα μπορεί σταδιακά να χορηγηθεί μετφορμίνη, η οποία χορηγείται και στον σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ, με ικανοποιητικά αποτελέσματα στον έλεγχο του βάρους, την τριχοφυία, αλλά και την ωορρρηξία. Για την τριχοφυΐα, υπάρχουν διάφορες μέθοδοι θεραπείας (laser, φωτόλυση κ.ά.), αλλά η απόφαση θα πρέπει να λαμβάνεται μετά από εξέταση από ειδικευμένο Δερματολόγο. Το ίδιο ισχύει και για τη ακμή όπου η απλή θεραπεία με αντιβακτηριδιακά και αντιβιοτικά μπορεί να δώσει τη θέση της σε μια πιο εξειδικευμένη (σπιρονολακτόνη, χημική αποφωλίδωση-peeling κ.λπ.)”, λέει ο Δρ. Χηνιάδης.

Αναφορικά με την αντιμετώπιση της υπογονιμότητας λόγω συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών, ο κ. Χηνιάδης εξηγεί ότι, ένα ποσοστό ασθενών αντιδρά θετικά στην πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας με κιτρική κλομιφαίνη όταν αυτή παρακολουθείται στενά με υπερηχογραφήματα. Αν αυτή δεν επιτύχει, τότε ακολουθείται η οδός της σπερματέγχυσης ή της εξωσωματικής γονιμοποίησης. “Αυτές θα πρέπει να γίνονται πάντα από εξειδικευμένους γυναικολόγους σε αναγνωρισμένα κέντρα υποβοηθούμενης αναπαραγωγής καθώς υπάρχει αυξημένος κίνδυνος πρόκλησης του συνδρόμου υπερδιέγερσης των ωοθηκών”, τονίζει.