«Αν μου έλεγε κάποιος ότι θα καταστρεφόταν ο κόσμος, το μόνο που θα διέσωζα θα ήταν ο Σαίξπηρ, επειδή έκανε θέατρο πιθανόν με τους ίδιους όρους που μπορεί να κάνουμε κι εμείς σε λίγο: για να επιβιώσει». Για να ενισχύσει αυτήν την απόλυτη –σε πρώτη ανάγνωση –τοποθέτηση ο Θανάσης Δήμου ανασύρει από τη μνήμη του τη φράση του δασκάλου του Σπύρου Ευαγγελάτου στη Σχολή της Θεατρολογίας –την οποία τελείωσε πριν φοιτήσει στο Θέατρο Τέχνης: «Το ένα μάτι στην αιωνιότητα και το άλλο στο ταμείο». «Είναι μια πινακοθήκη ολόκληρου του ανθρώπινου είδους η εργογραφία του Σαίξπηρ. Δεν υπάρχει άλλος συγγραφέας που να αναμειγνύει τόσο έντονα το δραματικό με το κωμικό στοιχείο. Μέσα στο ίδιο έργο υπάρχουν ο Μάκβεθ και ο θυρωρός, ο Αμλετ και ο νεκροθάφτης! Γι’ αυτό και οι γάλλοι ορθολογιστές, οι οποίοι είχαν ασπαστεί τις αριστοτελικές αρχές, τον θεωρούσαν μεθυσμένο βάρβαρο! Του καταλόγιζαν ότι είναι ανακόλουθος και ότι τα έργα του είναι άνισα. Εγώ αυτό το θεωρώ προσόν».

Τον ρόλο του νεκροθάφτη στον «Αμλετ» τον διεκδίκησε από τον Γιάννη Κακλέα, όταν ο γνωστός σκηνοθέτης τον κάλεσε για να του προτείνει τον χαρακτήρα του Ρόζεγκραντς (δίδυμο με τον Γκίλντενστερν, τον οποίο υποδύεται ο Τζεφ Μαράουι). Εξίσου δυνατή είναι η απόλαυση αυτής της συνύπαρξης, λέει ο ηθοποιός και σκιτσογράφος, αφού πρόκειται για συνέχεια μιας δουλειάς που έχει κάνει πολλές φορές στο παρελθόν: «Η δουλειά αυτή λέγεται ντουέτο και μάλιστα κωμικό, όπως με τον Δημήτρη Παπανικολάου στο “Περιμένοντας τον Γκοντό” –ως πτυχιακή εργασία μέσα από την οποία βρήκαμε δουλειά -, με τον σπουδαίο συνάδελφο Κοσμά Φουντούκη στον “Αμφιτρύωνα”, με τον Αγγελο Μπούρα το δίδυμο στον “Επιθεωρητή” του Γκόγκολ κ.ά.)». Θαύμαζε, λέει, πάρα πολύ τον Τσάπλιν γιατί του άρεσαν οι κλόουν, αλλά ένιωθε στενόχωρα που ήταν μόνος του. «Κατέληγα να βλέπω πιο φανατικά Χοντρό – Λιγνό γιατί ήταν δύο. Αλλά και σε κάποιες ελληνικές περιπτώσεις μαγεύομαι από το πώς δένει ο Παπαγιαννόπουλος με τον Ηλιόπουλο».

ΤΕΧΝΗ ΜΕ ΜΙΚΡΟ «Τ». Το κωμικό ντουέτο είναι κάτι πολύ παλιό και ισχυρό: δύο που σχολιάζουν, και μάλιστα εκ διαμέτρου αντίθετοι, υπογραμμίζει ο Θανάσης Δήμου: «Η φύση του καλλιτέχνη έχει στοιχεία έπαρσης και αλαζονείας. Οι άνθρωποι οι οποίοι κάνουν μια δουλειά από τις δημιουργικές, όπως τις χαρακτηρίζουν, ξεκινάνε από μια ανάγκη αυτοαναφορικότητας. Αυτό είχε και καλά και φθηνά στοιχεία. Πολλές φορές κάτω από τον όρο “καλλιτέχνης” βλέπω ανθρώπους που μόνο τον ναρκισσισμό τους περιφέρουν. Η τέχνη που εξασκώ –και ως ηθοποιός και ως σκιτσογράφος –είναι με μικρό “τ”. Είναι χειρωνακτική. Τα μεγάλα πράγματα έρχονται κάτω από σύνολα, από συνθήκες. Αλλά για να φτάσεις εκεί πρέπει να ξέρεις “σχέδιο”. Να γνωρίζεις δηλαδή πολύ καλά κάτι, να το έχεις κατακτήσει, να το κατέχεις πριν το καταργήσεις». Ενα άλλο σημείο του καιρού στην κοινωνία και στην τέχνη για τον Θανάση Δήμου είναι πως «αισθάνομαι γύρω μου τους ανθρώπους να μιλάνε πολύ, να έχουν απόψεις για όλα τα θέματα και να μην κοιτάζουν τη δουλειά τους. Κάποιος που έχει τη ματιά του επικεντρωμένη στην ασχολία του δεν σημαίνει ότι κλείνεται στον εαυτό του και δεν τον ενδιαφέρει τι γίνεται γύρω του. Συνειδητοποιεί ποιος είναι ο κόσμος γύρω του και τότε προσφέρει κάτι ουσιαστικό. Πιο αληθινό και χρήσιμο από το να εκφράζει απόψεις για όλα έχοντας διαβάσει μόνο τα “εξώφυλλα”. Ας μιλάμε λιγότερο και ας κάνουμε τη δουλειά μας».