Το έχω ξαναγράψει σε αυτές τις στήλες ότι η ολλανδική λογοτεχνία μάς εκπλήσσει συχνά τις τελευταίες δεκαετίες με έργα πρωτότυπα, σκληρά, κυνικά, που αντιμετωπίζουν μετωπικά τις πραγματικότητες της ύστερης δυτικής κοινωνίας. Ο κλασικός πλέον Χάρι Μούλις μάς έρχεται αμέσως στο μυαλό. Κι ακόμη η Αννα Ενκβιστ, ο Αρνον Γκρούνμπεργκ, ο Χέρμαν Κοχ, ο Πέτερ Μπουβάλντα και άλλοι που κινούνται σε μια θεματική γραμμή απομυθοποίησης των επιτευγμάτων του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Δίπλα στην εικόνα ευημερίας και αναδιανεμητικής πολιτικής που εκπέμπει προς τα έξω η χώρα τους, τα τελευταία χρόνια άνθησαν η μισαλλοδοξία και η κατεδαφιστική κριτική ενός κράτους πρόνοιας που συναντούσε τα φυσικά του όρια. Η ολλανδική λογοτεχνία αντικατοπτρίζει λοιπόν μια κοινωνία που παρά τις ανεκτικές και πολυπολιτισμικές πολιτικές της δεν έχει καταφέρει να απαλύνει επαρκώς την ανθρώπινη κατάσταση.
Εδώ έχουμε ένα μυθιστόρημα έκπληξη από τον 33χρονο ολλανδό ανερχόμενο δημοσιογράφο Χουστ ντε Βρις. Ο θάνατος από ατύχημα του πληθωρικού καθηγητή Γιόσιπ Μπρικ, ιστορικού, φιλοσόφου, κυρίαρχου στο πεδίο της σχετικιστικής μεταμοντέρνας ιστοριογραφίας και υπηρέτη των λεγόμενων «χιτλερικών σπουδών» (ο όρος πρωτοεμφανίζεται στον «Λευκό θόρυβο» του Ντον Ντελίλο και τον έχω χρησιμοποιήσει κι εγώ στην «Αγρια Δύση» μου) θα ανοίξει την όρεξη των επίδοξων διαδόχων. Ο Μπρικ, γιουγκοσλαβικής καταγωγής, έχει κάνει καριέρα σε ολλανδικά ιδρύματα και αργότερα μετοικεί στην Αμερική όπου, στο Κορνέλ, διάγει εκκεντρικά και πλουσιοπάροχα, σε ένα υπερπολυτελές οίκημα μέσα το δάσος. Οταν για κακή του τύχη πέφτει από το ετοιμόρροπο παράθυρο του ξενοδοχείου του στο Αμστερνταμ, ο αφηγητής της ιστορίας Φρίζο ντε Βος, γραμματέας του και εκδότης του «Υπνοβάτη» –περιοδικού για θέματα γύρω από τον Χίτλερ –βρίσκεται σε αποστολή στη Χιλή. Εκεί έχουν ανακαλυφθεί γηγενείς που φέρουν το όνομα Χίτλερ, ως συνέπεια του γεγονότος ότι ο πρωταγωνιστής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ασκούσε ιδιαίτερη γοητεία στη νοτιοαμερικανική ήπειρο τα χρόνια εκείνα και κάμποσα παιδιά (όπως και οι επίγονοί τους) βαφτίστηκαν με το όνομά του. Ο Ντε Βος αρρωσταίνει όμως βαριά στο Σαντιάγο από μια σπάνια μόλυνση και χάνει την κηδεία του μέντορά του, ένα μείζον κοσμικό γεγονός όπου παρευρίσκεται όλη η πνευματική αφρόκρεμα της Αμερικής και όχι μόνο. Οταν επιστρέφει στις ΗΠΑ ανακαλύπτει ότι ένα νέο αστέρι, αυθεντία στη σκέψη του νεκρού Μπρικ (και συνονόματος του συγγραφέα, σε μια μεταμοντέρνα συστροφή ταυτοτήτων) εμφανίστηκε στην τελετή και έκτοτε η τηλεόραση, τα περιοδικά αλλά και η ακαδημαϊκή κοινότητα ασχολούνται μαζί του. Ο Φρίζο ντε Βος, που θεωρούσε τον εαυτό του δικαιωματικά διάδοχο του Μπρικ και γνώριζε κάθε λεπτομέρεια της καθημερινότητάς του, θα χάσει τον κόσμο κάτω από τα πόδια του.
Αργότερα, σε ένα μεγάλο συνέδριο στη Βιέννη όπου παρίσταται σύμπασα η διεθνής κοινότητα που ασχολείται με τη «χιτλερολογία», ο Φρίζο θα κατασκευάσει μια ολόκληρη σκευωρία, υποδυόμενος τον ανταγωνιστή του. Θα οδηγήσει στο κρεβάτι μια καλλονή που του ρίχνουν στον δρόμο του οι ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες, θα γνωρίσει τον συμπαθέστατο ανταγωνιστή του και θα του στήσει μια παγίδα όπου τον εμπλέκει με τους νεοναζί και όπου αυτός απάγεται, θα παρευρεθεί σε τελετές και συνεδρίες όπου βασιλεύει η αγωνία για την πνευματική καταξίωση, θα επαναδιεκδικήσει τις στάχτες του μέντορά του. Μέσα από όλα τούτα τα συμβάντα, τα πράγματα θα ξανάρθουν στη θέση τους όταν αρχίζει να αναπολεί τη μέχρι πρότινος ερωτική σχέση του με μια κοπέλα πίσω στην Αμερική, που είχε διαρραγεί βιαίως για μάλλον αόριστους λόγους. Η επιστροφή στις αγκάλες του έρωτα θα λύσει και το αίνιγμα του πρωτότυπου τίτλου του βιβλίου, «Δημοκρατία» (με την έννοια της Πολιτείας) που κακώς δεν διατηρήθηκε από τον εκδότη: «…ξαφνικά με πλημμύρισε η επίγνωση. Το ποίημά της μιλούσε για μένα, για την τελεολογία των δυο μας, δεν γινόταν αλλιώς. Η νέα δημοκρατία ήμασταν εμείς, αυτή κι εγώ, αυτό ήταν το δικό μας καθεστώς». Και έτσι η μικρή ιδιωτική σφαίρα του έρωτα θα απαντήσει στις μεγάλες πολιτικές προκλήσεις που διατρέχουν το βιβλίο έχοντάς μας στο μεταξύ οδηγήσει σε ακροδεξιούς πολιτικούς, στον Ζίζεκ, ακόμη και στον Ροβεσπιέρο και την Τρομοκρατία της Γαλλικής Επανάστασης η οποία οδήγησε, επαναστατικώ δικαίω, στη δημοκρατία.

Χιούμορ και ευφυΐα

Τα ολοζώντανα λείψανα του υπαρκτού ναζισμού

Οι ρυθμοί του βιβλίου δεν είναι διόλου καταιγιστικοί, παρ’ όλη την υφέρπουσα ένταση. Η γοητεία του Κακού κυριαρχεί, μέχρι ο ήρωας και αφηγητής να έρθει αντιμέτωπος, σε ένα βιεννέζικο κατάστημα με αντίκες, με τα πραγματικά (και ολοζώντανα) λείψανα του υπαρκτού ναζισμού. Τότε τον λόγο θα πάρει η προσωπική δημοκρατία με τα καλά και τα κακά της. Ο συγγραφέας έχει εξαιρετική γνώση για τα τεκταινόμενα στην πανεπιστημιακή κοινότητα και τα αποδίδει με χιούμορ, ευφυΐα και σαρκασμό. Εξίσου καλά αποδίδει την ανθρώπινη ματαιοδοξία, τη βούληση για δύναμη και τη με κάθε κόστος επιδίωξη της δόξας.

Οι πλέον ενημερωτικές σελίδες του βιβλίου (78 – 84) περιγράφουν εξαιρετικά τις σχολές της «χιτλερολογίας», με καλά μάλιστα επιλεγμένη βιβλιογραφία: από την εφηβική ζωή στην Αυστρία (όπου συχνά ο Αδόλφος αποδίδεται ως τζοϊσικός ήρωας, ένας Οδυσσέας χωρίς καριέρα και ελπίδα που περιφέρεται στους δρόμους της πόλης) μέχρι τις μεγάλες σχολές σκέψης της πρώιμης ανόδου του, της Βαϊμάρης και της ύστερης δόξας στο Βερολίνο. Σχολές σκέψης που εκτείνονται από έναν απαισιόδοξο ντετερμινισμό του τύπου «αν δεν ήταν αυτός θα ήταν κάποιος άλλος για να εφαρμόσει το Ολοκαύτωμα» μέχρι τις σχολές του δομικού λειτουργισμού όπου η ευθύνη διαχέεται και στα κατώτερα στελέχη της ναζιστικής ιεραρχίας και όπου σε κάθε ημιαυτόνομη βαθμίδα πολιτικής ισχύος τα στελέχη ανταγωνίζονται σε θανατηφόρα αποτελεσματικότητα για να γίνουν αρεστά στον Ηγέτη.
Ολα τούτα είναι καλά αφομοιωμένα μέσα στην αφήγηση και ανακλώνται εύστοχα στη σημερινή πνευματική κατάσταση των κοινωνιών μας, όπου τα φαντάσματα του παρελθόντος αργοσαλεύουν. Γιατί στο πρόσωπο του καθηγητή και των επιγόνων του που μελετούν με πάθος, λ.χ., τα ταχυδρομεία της ναζιστικής Γερμανίας ή τις συνταγές που άρεσαν στον Ηγέτη ή ακόμα την επιστημολογία του πολέμου αντί για τον ίδιο τον πόλεμο, ελλοχεύει ο κίνδυνος του σχετικιστικού μεταμοντερνισμού, που απειλεί μεταξύ άλλων την ίδια τη λογοτεχνία. Η θεωρία τού anything goes είναι μαθηματικά βέβαιο πού καταλήγει.

Joost de Vries

Ο καθηγητής είναι νεκρός

Μτφ. Ινώ βαν

Ντάικ-Μπαλτά

Εκδ. Μεταίχμιο, 2016, σελ. 344,

Τιμή: 16,60 ευρώ