«Δεν χρειάζεται να συστηθώ. Ή μάλλον, θα σας πω μόνο το μικρό μου όνομα: Νικόλαος. Μόνο αυτό είναι άγνωστο. Κατά τα άλλα, είμαι στο στόμα (κυριολεκτικώς) κάθε Αθηναίας.
Δεν είμαι άνθρωπος. Είμαι ένα βιβλίο, ένας οδηγός. Ο Τσελεμεντές. Κανείς δεν με προσφώνησε ποτέ “κύριε Τσελεμεντέ”. (…)
Οταν πέθανα –στα 1958 -, ο Σπύρος Μελάς, στην Ελευθερία, με αποκάλεσε “Μέγα ευεργέτη του ελληνικού νοικοκυριού” και σημείωσε πως “έφτιαξα το τραπέζι, κατήρτισα τον ουρανίσκο και τακτοποίησα το στομάχι των Ελλήνων”, προσφέροντας “υπηρεσία πραγματικά εθνική”.
Ομως, τι χρείαν έχομεν επικηδείων… σκέφτομαι.
Οπως είπα και στην αρχή, δεν είμαι άνθρωπος. Είμαι ένα βιβλίο.
Και, ως γνωστόν, τα βιβλία δεν πεθαίνουν ποτέ!».
Αυτή είναι μια γεύση (κυριολεκτικά) από το νέο βιβλίο του Γιάννη Ευσταθιάδη «Κλεινόν» (εκδ. Μελάνι). Δεν πρόκειται, βέβαια, για συνταγές, εντούτοις δεν θα ήταν κανείς πολύ άστοχος αν έλεγε ότι τα κείμενα του βιβλίου δείχνουν πώς φτιάχνεται η συνταγή μιας πόλης. Εν προκειμένω της Αθήνας, για χάρη της οποίας ο γνωστός ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος επινοεί κείμενα αντιπροσωπευτικών εκπροσώπων της (αν και όχι απαραίτητα γεννημένων σε αυτήν), προκειμένου να τη σκιαγραφήσει, ενδεχομένως υποδόρια, και να την εξυμνήσει.
Ο Δημήτρης Πικιώνης, ο Γιάννης Τσαρούχης, η Ελένη Παπαδάκη, ο Κωστής Παλαμάς, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο σεισμολόγος Γιάννης Δρακόπουλος, ο ραλίστας Τζώνης Πεσματζόγλου, ο Κώστας Χατζηχρήστος, ο ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού Κώστας Λινοξυλάκης, η λαογράφος Αγγελική Χατζημιχάλη, ο Αντώνης Σαμαράκης, ο μαέστρος Ζαχαρίας Τσίχλας, ο ξεχασμένος συνθέτης Λεό Ραπίτης, η Ζωζώ Νταλμάς, ο πιλότος Παύλος Ιωαννίδης, ο Σπύρος Λούης, ο μετεωρολόγος Ανδρέας Λαζάνης, ο πιανίστας Λεβ, ο αρχιτέκτονας Κωνσταντίνος Κιτσίκης, η Μαρία Κάλλας, ο Μένης Κουμανταρέας, ο αστρονόμος Δημήτριος Αιγινήτης, ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος, ο γλύπτης Γιαννούλης Χαλεπάς αλλά και ο τροχονόμος των Χαυτείων ή ο πιλοποιός πατέρας του Γιάννη Ευσταθιάδη είναι περσόνες αυτής της πόλης και ο συγγραφέας τις βάζει να μιλούν σε πρώτο πρόσωπο. Αυτά που λένε είναι εν μέρει προϊόν της φαντασίας του συγγραφέα, ωστόσο όλα τα πραγματολογικά στοιχεία που συμπεριλαμβάνονται στην αφήγηση είναι απολύτως πραγματικά, κάτι που προσθέτει καρύκευμα στη μυθοπλασία. Κάθε ομιλητής κάνει μια αφήγηση δύο-τριών σελίδων, πριν όμως, υπάρχει πάντα και ένα πραγματικό κείμενο κάποιου λιγότερο ή περισσότερο σημαντικού συγγραφέα που αναφέρεται στην ίδια τοπογραφία της πόλης στην οποία αναφέρεται και η κυρίως αφήγηση.
Ετσι, του φανταστικού κειμένου του Νικόλαου Τσελεμεντέ προηγείται ένα απόσπασμα κειμένου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που περιγράφει τις ταβέρνες της Αθήνας την εποχή του: «Εκεί ήτο η Παλαιά Αγορά. Εκεί ήσαν υπόγεια με δεκαπέντε και είκοσι σκαλοπάτια κάτω, όπου ήτο κόπος να αναβή τις πλέον, άμα άπαξ κατέβαινεν. Εκεί επωλείτο η ευθυμία. Με είκοσι ή τριάντα λεπτά ηγόραζε τις μεγάλην δόσιν, μέγα ποσόν ευθυμίας. Με εξήντα λεπτά ηγόραζον ολόκληρον την ευθυμίαν».
Κάπως έτσι μπορεί κανείς να διαβάσει μικρά αποσπάσματα κειμένων του Κονδυλάκη, του Λαπαθιώτη, του Τσίρκα αλλά και της Ρέας Γαλανάκη ή της Αθηνάς Κακούρη, τα οποία σχετίζονται με την αφήγηση που κάθε φορά ακολουθεί.
Πέραν της προφανούς πρωτοτυπίας του εγχειρήματος, αυτό που προσφέρεται στον αναγνώστη είναι μια διαφορετική οπτική της Αθήνας, είτε είναι κανείς Αθηναίος είτε όχι. Η ξενάγηση είναι, βέβαια, με τα μάτια του ξεναγού, αυτό όμως είναι που θέλουμε από τη λογοτεχνία. Ιδίως όταν φτιάχνει κρυφές, υπόγειες συνδέσεις, απρόβλεπτες συνάψεις που, χάρη σε μια υψηλού επιπέδου καλλιέργεια, ξεφεύγουν πολύ από το επίπεδο μιας απλής συνειρμικής αλληλουχίας.
Μαρία Κάλλας
Υψηλής δημιουργικής έμπνευσης είναι, λ.χ., η σύνδεση του κειμένου του αρχιτέκτονα Κωνσταντίνου Κιτσίκη με το κείμενο της Μαρίας Κάλλας που ακολουθεί και, αυτό, με το αμέσως επόμενο επινοημένο κείμενο του Μένη Κουμανταρέα.
Το κείμενο του Κιτσίκη θα μπορούσε και αυτόνομα να θεωρηθεί από τα σημαντικότερα του βιβλίου, καθώς πρόκειται για τον αρχιτέκτονα που έφτιαξε τις πρώτες πολυκατοικίες της Αθήνας και που επινόησε το «ρετιρέ». Από τις περίπου 80 πολυκατοικίες που έχτισε σώζονται ελάχιστες, λ.χ. Ομήρου και Βησσαρίωνος αλλά και μια κεραμιδιά πολυκατοικία στη Βασ. Σοφίας 55 –και οι δύο της δεκαετίας του ’20. Παρότι πρωτεργάτης στο θέμα, ο –κατά Ευσταθιάδη –Κιτσίκης μιλάει για εγκλήματα που έγιναν στο όνομα της οικοδόμησης πολυκατοικιών, καθώς κατεδαφίστηκαν, ιδίως τη δεκαετία του ’60, περίφημα κτίρια, ακόμη και στο Σύνταγμα –λ.χ. το Μέγαρο Κορομηλά όπου και το πασίγνωστο, άλλοτε, ζαχαροπλαστείο Ζαβορίτη.
Ωστόσο η σύνδεση με την Κάλλας είναι εξίσου σημαντική: η σπουδαία λυρική τραγουδίστρια έμεινε σε πολυκατοικία του Κιτσίκη, Πατησίων 61 και Σκαραμαγκά (απέναντι από το Μουσείο) από το 1937 μέχρι το 1945. Εκεί γνώρισε τη δασκάλα της στο τραγούδι, όπως η «ίδια» αφηγείται, εκεί έμενε και όταν πρωτοτραγούδησε στο Ολύμπια, την Οπερα της Αθήνας, το 1940. Λέει και άλλα πολλά, τελειώνει όμως επισημαίνοντας ότι το σπίτι της αυτό δεν έγινε Μουσείο Κάλλας, όπως πολλοί και διάφοροι υπόσχονταν, αλλά καταλήφθηκε και κατοικείται από αντιεξουσιαστές. «Ο,τι καλύτερο» λέει. «Υπάρχει, άραγε, πιο αντιεξουσιαστική τέχνη από τη μουσική;».
Και συνεχίζει με την υπενθύμιση ότι ο Μένης Κουμανταρέας έγραψε για εκείνη το «Θυμάμαι τη Μαρία». Κάπως έτσι, η σκυτάλη πηγαίνει από την Κάλλας στον Κουμανταρέα και από την Πατησίων στη γειτονική Χέυδεν, όπου γεννήθηκε ο συγγραφέας του «Ωραίου λοχαγού» και της «Κυρίας Κούλας».
Ισως επειδή οι περισσότεροι αφηγητές είναι τεθνεώτες, το βιβλίο τελειώνει με τον Γιαννούλη Χαλεπά, τον άνθρωπο που κατάφερε να απαθανατίσει την ομορφιά, να μαρμαρώσει τον χρόνο και να δώσει την αίσθηση μιας διαχρονικής νεότητας, ενδεχομένως και στην ίδια την πόλη. Η «Κοιμωμένη» του, η Σοφία Αφεντάκη, γνωστή και ως «Κόρη των Αθηνών» που αυτοκτόνησε από έρωτα το 1878, ακόμα επιζεί, ίσως γιατί είναι φτιαγμένη από λεπτόκοκκο μάρμαρο από τα ιταλικά λατομεία της Καρέρας. Ή γιατί, σύμφωνα με τα λόγια του Λόρενς Ντάρελ με τα οποία κλείνει το βιβλίο, μπορεί και να αποτυπώνει «ειρωνική τρυφερότητα και σιωπή».

Γιάννης Ευσταθιάδης

Κλεινόν

Μυθιστορίες για την Αθήνα

Εκδ. Μελάνι, 2016, σελ. 176

Τιμή: 11,50 ευρώ