«Ποίηση χωρίς τέλος»: «Οταν συμβαίνει να διαβάσουμε ένα καλό ποίημα, φανταζόμαστε πως και εμείς θα μπορούσαμε να το έχουμε γράψει, πως το ποίημα προϋπήρχε μέσα μας» έγραφε ο Μπόρχες -και σκεφτείτε πόσες φορές το δικό μας βλέμμα «ακούμπησε» το βλέμμα ενός κινηματογραφικού ήρωα. Ο κινηματογράφος όμως εκτός από υπόθεση ηρώων είναι και υπόθεση σκηνοθετών –μια και τελικά το δικό τους βλέμμα, που διαπερνά την κάμερα, είναι αυτό που ακολουθούμε από το πρώτο μέχρι το τελευταίο καρέ. Και ο Αλεχάντρο Γιοντορόφσκι δεν παρεξέκλινε ποτέ από το σταθερό του βλέμμα τόσο στον κινηματογράφο όσο και στη ζωή.
Αυτό αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία όταν παρακολουθεί κανείς τις δυο τελευταίες του ταινίες: Η «Ποίηση χωρίς τέλος» ξεκινά από εκεί που τελείωσε ο «Χορός της πραγματικότητας». Το αγόρι εκείνο που γεννήθηκε το 1929 σε μια μικρή παραλιακή πόλη στην άκρη της χιλιανής ερήμου, επιλέγοντας από νωρίς να ζήσει τη ζωή του ισορροπώντας στη γραμμή ανάμεσα στη συναισθηματική φαντασία και την ηχηρή πραγματικότητα, έχει πια μεγαλώσει και αποφασίζει να γίνει ποιητής ενάντια στη θέληση της οικογένειάς του. Μπαίνοντας στους κύκλους της καλλιτεχνικής αβανγκάρντ της εποχής, ο εικοσάχρονος Αλεχάντρο θα γνωρίσει τον Ενρίκε Λιν, τη Στέλα Ντίαζ, τον Νικάνορ Πάρα και άλλους πολλά υποσχόμενους αλλά άγνωστους ακόμα νεαρούς συγγραφείς, που στη συνέχεια θα γίνουν οι «μεγάλοι» της μοντέρνας λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας. Βυθισμένοι σ’ έναν κόσμο ποιητικού πειραματισμού, θα ζήσουν όλοι μαζί, όπως λίγοι αποτόλμησαν στο παρελθόν: αισθησιακά, αυθεντικά, με τρέλα και πλήρη ελευθερία.
Συνεπικουρούμενος από τη φωτογραφία του Κρίστοφερ Ντόιλ, ο σκηνοθέτης επιχειρεί να προκαλέσει μια ουσιαστική ανατροπή όλων των αρχετυπικών συμβόλων, μεταπλάθοντας έτσι το συλλογικό ασυνείδητό μας –μια φιλμική υπέρβαση που ξεπερνά ακόμα και τον ολοφάνερα χαμηλό προϋπολογισμό του. Ολα αυτά δίχως ίχνος σοβαροφάνειας –αντιθέτως, το χιούμορ είναι ένα από τα βασικά «όπλα» του Γιοντορόφσκι. Και «στόχος» για άλλη μια φορά είναι η ανατροπή της ζωής που θεωρούμε δεδομένη. Αναγνωρίζω μέσα σε όλα αυτά πως πρόκειται για ένα φιλμ αυστηρά προσωπικό, που ενδέχεται να ξενίσει ένα κοινό λιγότερο, ας πούμε, υποψιασμένο. Είναι όμως λίγες οι στιγμές σήμερα που ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα τέτοιο σινεμά.
Κινεζική υπερπαραγωγήμε αμερικανό σταρ
«Το Σινικό Τείχος»: Οταν δύο μισθοφόροι πολεμιστές (Ματ Ντέιμον, Πέδρο Πασκάλ) κατά τη διάρκεια της αναζήτησής τους για πυρίτιδα συλλαμβάνονται και φυλακίζονται στο Σινικό Τείχος, τότε διαπιστώνουν κατάπληκτοι τον πραγματικό λόγο που αυτό κατασκευάστηκε. Καθώς κύματα επιδρομών υπερφυσικών τεράτων, που σύμφωνα με τον θρύλο «ξυπνούν» κάθε 60 χρόνια, πολιορκούν το Τείχος, η αναζήτηση της μοίρας μετατρέπεται σε ένα ταξίδι ηρωισμού και αυτοσυνείδησης. Ο Ζανγκ Γιμού επιστρέφει στο τερέν της υπερπαραγωγής, παρακολουθώντας την ιστορία των δυο μισθοφόρων που ενώνουν τις δυνάμεις τους προκειμένου να αντιμετωπίσουν αυτή τη φαινομενικά ασταμάτητη δύναμη και συνθέτει εικόνες που σε αφήνουν άφωνο με την εικαστική τους δυναμική. Ναι, υπάρχουν ενστάσεις, ναι, έχεις την αίσθηση πως παρακολουθείς μια «κουτσουρεμένη» στο μοντάζ εκδοχή ενός πολύ μεγαλύτερου φιλμ, ό,τι και να πούμε, όμως, το θέαμα που συντελείται στην οθόνη ξεπερνά σε φαντασία και οξυδέρκεια όλες τις κόμικ σαπουνόφουσκες που μας σερβίρει η χολιγουντιανή μηχανή τα τελευταία δέκα χρόνια.
Μόνοι στο Διάστημα
«Passengers»: Αστροναύτης με ιδιαίτερη αποστολή, παγιδευμένος ουσιαστικά στην αφόρητη μοναξιά ενός ταξιδιού που θα διαρκέσει (σε γήινο χρόνο) κοντά στα 100 χρόνια, αποφασίζει να αφυπνίσει έναν από τους 5.000 επιβάτες του –τους υποψήφιους κατοίκους ενός νέου μακρινού πλανήτη. Η καλλιτεχνική διεύθυνση βγάζει μάτια σε αυτό το επί της ουσίας τρυφερό φιλμ επιστημονικής φαντασίας (πρόκειται ουσιαστικά για ένα ανθολόγιο του είδους που αντλεί έμπνευση από όλες τις κορυφές του ιδιώματος), το ζήτημα όμως είναι πως το ρομάντζο ανάμεσα στην Τζένιφερ Λόρενς και τον Κρις Πρατ δεν έχει την απαιτούμενη δυναμική. Ετσι ο ανθρωποκεντρικός πυρήνας του στόρι ασθενεί.
Ακόμη δύο
Στο «Γιατί αυτόν;»: Τρυφερός πλην υπερπροστατευτικός μπαμπάς (Μπράιαν Κράνστον) συναντά έντρομος τον κοινωνικά απροσάρμοστο αλλά καλοπροαίρετο δισεκατομμυριούχο φίλο της κόρης του (Τζέιμς Φράνκο). Ενώ στη «Χορεύτρια» παρακολουθούμε την ιστορία της Λόι Φούλερ, συμβόλου της Μπελ Επόκ και μεγάλης χορεύτριας στην Οπερα του Παρισιού. Δυο ταινίες για εκ διαμέτρου αντίθετους αποδέκτες.