Εναν χορό ιδιοσυγκρασιακό, απαλλαγμένο από στερεότυπα και κανόνες έκφρασης. Αυτόν θα φέρει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση το λεγόμενο και «κακό παιδί» της γαλλικής χορευτικής σκηνής Ζερόμ Μπελ με τη νέα παράστασή του. Το «Gala», όπως τιτλοφορείται η δουλειά που το ελληνικό κοινό θα έχει την ευκαιρία να δει τις πρώτες ημέρες του Ιανουαρίου, είναι, όπως συστήνει ο δημιουργός του, μια ωδή στη διαφορετικότητα. Αιτία; Οι πρωταγωνιστές του, άνθρωποι της διπλανής πόρτας που βαφτίζονται καλλιτέχνες μόνο κάτω από τους προβολείς.
Ο 52χρονος ανατρεπτικός δημιουργός υιοθετεί μια κοινότοπη θεατρική φόρμα και την αποδομεί, συγκεντρώνοντας αντί για επαγγελματίες ανθρώπους κάθε ηλικίας, τάξης και κινητικής ιδιαιτερότητας. Είκοσι προσωπικότητες με τις δικές τους ιστορίες, από τους ηθοποιούς Μάξιμο Μουμούρη και Νάντια Κοντογεώργη μέχρι τη διεμφυλική πρώην πόρνη Αννα Κουρουπού, εκτίθενται μπροστά στους θεατές, ερμηνεύοντας ο καθένας την ταυτότητά του και μετατρέποντας έτσι το πάλκο σ’ ένα κάτοπτρο της κοινωνικής πραγματικότητας.
Προκειμένου οι όποιες ερμηνευτικές αδυναμίες των πρωταγωνιστών ή η έλλειψη συγκεκριμένων εκφραστικών δεξιοτήτων να δέσουν με τη ροή της παράστασης, ο Μπελ τους παροτρύνει να δοκιμάσουν ξανά και ξανά τη χορογραφία. Ακόμα κι αν αποτυγχάνουν σε κάθε τους βήμα, συνεχίζουν να παράγουν διαφορετικές μορφές κίνησης, κλείνοντας το μάτι στην αντι-τεχνογνωσία. Ακόμα κι έτσι, το μήνυμα καταφέρνει να φτάσει στους τελικούς αποδέκτες, τους θεατές, και η κριτική του σύγχρονου τρόπου ζωής ή των επικρατουσών κοινωνικών αντιλήψεων σωματοποιείται. Σταδιακά, μέσω της ανεπιτήδευτης – επιτηδευμένης χορογραφίας, οι προσλαμβάνουσες των θεατών μεταβάλλονται και παρακολουθούν τα τεκταινόμενα χωρίς κριτική διάθεση. Ακόμα, οι προσδοκίες από το αισθητικό αποτέλεσμα εναρμονίζονται με την ταυτότητα του κάθε ερμηνευτή.
ΕΥΕΛΙΚΤΗ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΦΟΡΜΑ. Αφορμή για το ανέβασμα της παραγωγής αυτής αποτέλεσε μια σειρά σεμιναρίων με ερασιτέχνες στην παρισινή περιοχή του Σεν-Σεν-Ντενί. Ο Μπελ αναζητούσε μια ευέλικτη θεατρική φόρμα, προσβάσιμη σε ανθρώπους χωρίς προηγούμενη χορευτική παιδεία, την οποία θα μπορούσε να πλάσει, καταλήγοντας σ’ ένα πολυποίκιλο κινητικό υλικό. Σκοπός του ήταν η συμμετοχή των ανθρώπων αυτών στο πείραμά του να είναι όσο πιο αυθεντική γίνεται, χωρίς να καθορίζεται από συγκεκριμένο στυλ ή κώδικες συμπεριφοράς. Φρόντισε λοιπόν να φτιάξει μια δημιουργική συνθήκη όπου τόσο το ατομικό όσο και το συλλογικό μπορούν να υπάρξουν χωρίς να υπονομεύει το ένα το άλλο. Αλλωστε, σε όλη την εργογραφία του ο Μπελ έχει εμμονή μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο διαχείρισης της σωματικότητας και της αλήθειας που εκπέμπουν οι κινήσεις του κορμιού των περφόρμερ. Διευρύνει τα όρια της σκηνής, θέτοντας συνεχώς το ερώτημα «τι είναι χορός;» και προσπαθεί να το απαντήσει με εναλλακτικά μέσα έκφρασης.