Κάθε παιδί έγινε αστέρι / μέσα στης Παναγιάς το χέρι. / Ολα στην πρώτη τους την τάξη /τα ‘χουν μη βρέξει και μη στάξει.
Βγήκανε μια φωτογραφία / στη ρημαγμένη επαρχία / για να θυμούνται αργότερα / τ’ είναι η ευχή: «Εις ανώτερα».
Αίμα με το μελάνι στάζουν / τα προσωπάκια που κοιτάζουν / να βγει απ’ τη μηχανή πουλάκι / που θα μυρίζει γιασεμάκι.
Πρώτη φορά διορισμένη / δασκάλα μες στον κόσμο βγαίνει. / Φοράει άσπρο φουστανάκι / και φυλαχτό ένα σταυρουδάκι.
Ούτε κι αυτή γελά. Το φως της / είναι ο κόσμος ο δικός της. / Στη νέα σταδιοδρομία / τη βλέπει η Παντοδυναμία.
½û•
Κάποιο παιδάκι αγκαλιάζει / –στην επαρχία που σπαράζει –
/ α, κι ένας δάσκαλος στο πλάι / την ανθρωπότητα κοιτάει.

Νέος κι αυτός διορισμένος / κι απ’ τους αγίους μυρωμένος. / Τέλειωσε την Ακαδημία / και προχωρά στην τρικυμία,

σαν τον Χριστό πάνω στο κύμα / που σεργιανά μ’ ήσυχο βήμα / στη θάλασσα της Γαλιλαίας / των ουρανών διερμηνέας.

Ούτε κι αυτός γελά. Ο νους του / είναι το φως στους ουρανούς του. / Στη νέα σταδιοδρομία / θα βρει γαλήνη, τρικυμία.
½û•
Με τις ευχές και των γονιών τους / φέτος ξεκίνησαν κι οι δυο τους / άγνωστοι μες στη μοναξιά τους. / Παντού χαρίζουν τη δροσιά τους.

Παιδί κανένα δε γελάει / μα το καθένα φως κρατάει. / Κρατάει τη Γη, την οικουμένη / που δίχως βάρος τα βαραίνει.

Ενα κορίτσι σαν αγόρι / φοράει στολή σαν αποφόρι. / Είναι ξυπόλητο, τρομάζει / όποιον και νιώθει και κοιτάζει.
Στην πρώτη τη σειρά ποζάρει / σαν πρωινό παλιό φεγγάρι. / Τα κόκκινα, τα θαλασσιά της / «φωνάζουν» την ξυπολησιά της.

Στο σπίτι η φτώχεια τους σπαράζει. / Κάθε γωνιά μαράζι στάζει. / Κάθε γωνιά κλείνει σκοτάδια / σαν τα βαθιά, βαθιά πηγάδια.

Ξυπόλητο. Της φτώχειας αίμα. / Της φτώχειας των αγίων στέμμα, / αυτήν που παντρευτήκαν όλοι: / Χριστός και Δώδεκα Αποστόλοι!
Στην εκκλησιά αν προσκυνήσει / τον διπλανό της θα πατήσει / θ’ αφήσει χνάρια των ποδιών της / τον κόσμο τον αυριανό της.

Πώς ξέφυγε και δεν την κρύψαν / να μη φανεί του κόσμου η δίψα / για ισότητα, δικαιοσύνη / κι ο γείτονας να μη σε φτύνει.

Παρ’ όλα αυτά ο φωτογράφος / πανηγυρίζει σα ζωγράφος / που ζωγραφίζει με χρυσάφι / αυτό που Αρχάγγελος δε γράφει.

Ομως του ξέφυγε στην άκρη / άτυχο κι άλλο κοριτσάκι. / Βγήκε μισό το πρόσωπό του / σα να μην ήτανε δικό του.
½û•
Στον κόσμο πώς θα περπατήσει / και ποιος θα το αναγνωρίσει. / Με το μισό το πρόσωπό μας / ποιον κόσμο θα ‘χουμε δικό μας.

Και στους γονείς του τι θα δείξει. / Και πώς θα πείσει, ν’ αποδείξει / πως είν’ αυτό! Φταίει ο άλλος. / Ενας ηλίθιος μεγάλος!

Στη γειτονιά τους τι θα πούνε / όταν βραδάκι σεργιανούνε. / Θα κάψει τη φωτογραφία / όπως εμείς μιαν ευτυχία.

Οι συμμαθήτριες θα μιλάνε / και θα τη δείχνουν, θα γελάνε. / Θ’ αρχίσουν να την κοροϊδεύουν. / Για πάντα θα τη σημαδεύουν.
Και πώς να φύγει σ’ άλλο τόπο / να πάει στη γη άλλων ανθρώπων, / που εκεί κι αν είναι τα θηρία / και ας μην τα γράφει η Ιστορία.
½û•
Πώς ζήσαν τα παιδιά, πού πήγαν. / Πότε χωρίσαν, πόσα φύγαν. / Σε ποιους πολέμους και θυσίες / βρέθηκαν δίχως απουσίες.

Τι πρόλαβαν μες στη ζωή τους / και ποιοι περπάτησαν μαζί τους. / Τι χάσανε και τι κερδίσαν / και πίσω τους ποιες πόρτες κλείσαν.
½û•
Και οι δάσκαλοι που πήγαν; Ζούνε; / Και σε ποιους κήπους σεργιανούνε; / Μετά από χρόνια θα τους δούμε / και τότε πια θ’ αξιωθούμε

να δούμε τα «Αριστα» γραμμένα / στους ουρανούς ζωγραφισμένα, / θα ‘ναι ντυμένοι με χρυσάφια / και των αγγέλων όλα τ’ άμφια!