«Είμαι δρομέας». Η φράση αυτή δεν εκφράζει μονάχα την καθαρά προσωπική εκδήλωση της σωματικής άσκησης αλλά μία σειρά από άλλες σχέσεις και διαδικασίες. Δηλώνουμε δρομείς, για παράδειγμα, γιατί θέλουμε να ανήκουμε σε μια κοινότητα ανθρώπων με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την ιδιότητα του δρομέα και παράλληλα προσπαθούμε πίσω από αυτή την ονομασία να αποκτήσουμε μια ταυτότητα, η ουσία της οποίας είναι η διαφοροποίηση από το σύνολο αλλά και η ταυτόχρονη υιοθέτηση κανόνων και πρακτικών που θα μας τοποθετήσουν στην κατηγορία του δρομέα και θα κάνουν τους άλλους δρομείς να μας αποδεχτούν ίσοις όροις στην κοινότητά τους. (Το τρέξιμο είναι το πιο ομαδικό ατομικό σπορ που υπάρχει.)
Ενα από τα χαρακτηριστικά του δρομέα είναι πως έχει στη διάθεσή του/της άπλετο χρόνο για σκέψη. Τα λονγκ ραν των 25 – 30 χλμ. μπορεί να σκεπάζονται από τους ήχους μουσικής ή από τη συνεχόμενη κουβέντα συντρεχτών, δεν υπάρχει όμως δρομέας που να μην έχει τρέξει δεκάδες χιλιόμετρα κάτω από τον εκκωφαντικό θόρυβο του μυαλού του. Οι σκέψεις του δρομέα διαδέχονται η μία την άλλη, αφήνοντας την ψευδαίσθηση πως δεν σκέφτεται τίποτε κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Οι συνειρμικές αλληλουχίες οδηγούν σε ένα «τίποτε», το οποίο έχει κυοφορήσει τόσα πολλά. Η κάθαρση που νιώθουν χιλιάδες δρομείς μέσα από τη διαδικασία του τρεξίματος, έγκειται σ’ αυτό το πλούσιο «τίποτε».
Ενα άλλο χαρακτηριστικό της ταυτότητας του δρομέα είναι η ιδιότητά του να αψηφά τον πόνο. Ισως αυτή ακριβώς η ιδιότητα είναι η πιο ιδιαίτερη για τους δρομείς, η οποία δύσκολα μπορεί να μεταφερθεί με άλλο τρόπο σε κάποιον που δεν ανήκει στην κοινότητα των δρομέων. Δύσκολα μπορεί κάποιος να οριοθετήσει τη «φιλοσοφική σχολή» στην οποία ανήκουν οι δρομείς με αυτή την ιδιότητά τους, δηλαδή αν ανήκουν στους κυνικούς, στους στωικούς, στους υπαρξιστές (ή απλώς στους μαζοχιστές) και ίσως ο κάθε δρομέας να ανήκει σε διαφορετική κατηγορία, ανάλογα με τον χαρακτήρα του. Η κατάταξη στη «σωστή» κατηγορία αποτελεί για τον κάθε δρομέα μια μορφή ενόρασης, που απαιτεί όχι μόνο την ανάλυση του τρόπου τρεξίματός του αλλά και μια αφαιρετική διαδικασία.
Ο δυϊσμός ύλης και πνεύματος αποτελεί την πιο εύκολη παγίδα στην οποία μπορεί με τον πιο φυσικό τρόπο να πέσει ένας δρομέας. Είναι απόλυτα φυσιολογικό μέσα από τις δεκάδες συζητήσεις και ιστορίες στις οποίες η «δύναμη του μυαλού» ξεπερνά την αδυναμία του σώματος, να ανασύρεται ένας καθαρά καρτεσιανός δυϊσμός ο οποίος με τις κατάλληλες μικρομεταβολές μπορεί να ταιριάξει με μια «πιο σύγχρονη» άποψη για το ζήτημα σώμα/ψυχή. Φυσικά, η αλήθεια στην περίπτωση του ανθρώπου ως δρομέα σχετίζεται με την υπέρβαση του πόνου που αναφέραμε παραπάνω και που με τη σειρά της σχετίζεται άμεσα με την ανθρώπινη συνείδηση. Ο δρομέας χρειάζεται την ανθρώπινη συνείδηση για να ξεπεράσει το όριο της σωματικής κούρασης πέρα από τα σημεία στα οποία οι ενδορφίνες του πόνου δεν είναι αρκετές για να καλύψουν το κενό.
Πέρα από τον πόνο, όμως, πέρα από την ταυτότητα και τη συνεχόμενη σκέψη, πίσω από την εξάρτηση του δρομέα για την απόσταση και για τον χρόνο βρίσκεται καλυμμένη η μόνιμη αγωνία της αναπνοής, και με έναν παράδοξο τρόπο κυριαρχεί η συνεχόμενη υπενθύμιση όχι της δύναμης αλλά της θνητότητας και του τέλους.
της αθωότητας» εκδόθηκε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Κέδρος