Το 2016 ήταν η χρονιά που το διεθνές σύστημα μπήκε σε μια νέα και επικίνδυνη φάση. Ηταν επίσης η χρονιά που στην Ελλάδα απομυθοποιήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ. Είχε προηγηθεί βεβαίως το ολέθριο 2015 με την εγκληματική διαχείριση Βαρουφάκη και την κουτοπόνηρη ελαφρότητα της Χριστοδουλοπούλου. Με τα γνωστά πια αποτελέσματα: παράταση της ύφεσης, εξαέρωση του τραπεζικού συστήματος, capital controls, ανθρωπιστική κρίση με τους πρόσφυγες που αντί να λιάζονται ξεπαγιάζουν εγκλωβισμένοι στα νησιά, πολιτική περιθωριοποίηση της χώρας. Θα περίμενε κανείς ότι η τραγική εκείνη εμπειρία θα είχε διδάξει τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και ότι ο Τσίπρας, αφού αποφάσισε να μετατρέψει με πρωτοφανή κυνισμό το Οχι σε Ναι, θα επέβαλλε μια διαφορετική, περισσότερο δυναμική και αποφασιστική πορεία στην κυβέρνηση και τη χώρα. Και όμως, επικράτησαν η στασιμότητα και η αμφιθυμία. Είναι πράγματι εντυπωσιακό. Σε μια χώρα που έχει χάσει το 25% του ΑΕΠ της, σε μια χώρα που είδε τη θέση της στη διεθνή αγορά να υποβαθμίζεται, σε μια χώρα που η οικονομική επιβίωσή της εξαρτάται από τους δανειστές, θα περίμενε κανείς ο κυβερνητικός λόγος το 2016 να πάλλεται από λέξεις όπως «να ανασκουμπωθούμε», «να επενδύσουμε», «να ανασυνταχθούμε», «να ανασυγκροτηθούμε». Αντ’ αυτών, ο κυβερνητικός λόγος αρχίζει και τελειώνει με τη λέξη «διαπραγμάτευση». Κερδίζει μήπως κάτι η χώρα; Οπως και το 2015, έτσι και το 2016 η «διαπραγμάτευση» έχει αποσυνδεθεί από την αποτελεσματικότητα. Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, μετά το θέατρο και τους κακούς υπολογισμούς των συσχετισμών, υπογράφουν ό,τι τους δίνουν οι δανειστές και οι εταίροι. Μια χώρα που διαπραγματεύεται χωρίς να κυβερνάται. Μια κυβέρνηση που διαπραγματεύεται για να μην κυβερνήσει.
Το γεγονός δεν είναι τυχαίο. Ο ΣΥΡΙΖΑ έφυγε από την όχθη του αντιμνημονίου, αλλά δεν μπόρεσε να περάσει στην απέναντι όχθη της εθνικής ανασυγκρότησης. Παραμένει στη μέση του ποταμού και κουνάει χέρια – πόδια για να μην πνιγεί –κοντολογίς, «διαπραγματεύεται» αενάως. Η συνεχής και ατελέσφορη «διαπραγμάτευση» αφορά τον εαυτό του, αφορά το κενό της ιδεολογικοπολιτικής φυσιογνωμίας που τον κατατρύχει. Ο ΣΥΡΙΖΑ διέτρεξε σε ελάχιστο σχετικά χρόνο μια πορεία συνεχούς μεταμόρφωσης. Ξεκίνησε από ένα μικρό κόμμα της μετακομμουνιστικής Αριστεράς στο οποίο συνυπήρχαν, αντιφάσκοντας, δυνάμεις τής κατεστημένης ιστορικής Αριστεράς, νεαρότερες φωνές αντιπαγκοσμιοποιητικής κινηματικής κουλτούρας, καθώς και αριστερίστικες ομάδες σε «διάλογο» με τον νεοαναρχικό χώρο ή ευθέως με τους λεγόμενους «μπάχαλους». Η χρεοκοπία αποτέλεσε το πεδίο της μετάλλαξής του, της αναβάθμισής του σε μαζικό φορέα, και σε κύριο εκλογικό όχημα του αντιμνημονιακού αισθήματος. Ο εθνικολαϊκιστικός λόγος ήταν το εργαλείο που οργάνωσε ιδεολογικοπολιτικά αυτή τη μετάλλαξη και που συνέχισε να προσανατολίζει την κυβερνητική του πρακτική.
Αλλά ο (εθνικο)λαϊκισμός είναι, κατά τους ειδικούς, μια «ισχνή ιδεολογία» που επικάθεται σε κάποια ουσιωδέστερα χαρακτηριστικά του κομματικού φορέα. Ποια είναι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του φορέα ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία; Ας τα αναζητήσουμε όχι στην ιδεολογία, αλλά στον τρόπο διακυβέρνησης που ακολουθεί. Η ουσία του είναι η συντήρηση του υπάρχοντος, η προσπάθεια διάσωσης των υπολειμμάτων του κρατικιστικού – συντεχνιακού – πελατειακού μοντέλου διακυβέρνησης της χώρας. Αυτό εξηγεί και την αντιφατική κατάληξη της πολιτικής του. Ενα μείγμα συντηρητισμού, δομικής καθήλωσης και εξεγερτικής ρητορείας. Ενας λεβεντοραγιαδιασμός που θέλει να παρουσιαστεί σαν «αντίσταση», αλλά υποτάσσεται γιατί δεν έχει δικό του εθνικό σχέδιο. Οι μεταρρυθμίσεις που συνυπογράφει με τους θεσμούς μένουν στα χαρτιά ή εφαρμόζονται πιστά μόνο εκείνες που μεταφράζονται σε άμεσες μειώσεις και περικοπές εισοδημάτων. Ακόμα χαρακτηριστικότερο, στους τομείς που δεν άπτονται του Μνημονίου, οι πολιτικές και οι επιλογές που έκανε κινήθηκαν στα όρια της πολιτισμικής οπισθοδρόμησης ή αναπαρήγαγαν τα ξεφτίδια παλαιών συνδικαλιστικών συντεχνιακών αιτημάτων στο μέτρο που αυτά δεν είχαν απαγορευτικό δημοσιονομικό κόστος. Μόνη σταθερά, η προσπάθεια κατάληψης του κράτους και η καθεστωτική νοοτροπία, δυσανάλογα μεγάλη για το μικρό μέγεθος του φορέα. Το όλο αποτέλεσμα επιδεινώθηκε από την εκπληκτική προγραμματική ένδεια που έδειξε ο συγκεκριμένος χώρος και τη θλιβερή πολιτιστική ανεπάρκεια του ηγετικού πολιτικού προσωπικού η οποία εκδηλώνεται συστηματικά.
Τελικά, η μαζική παράταξη που δημιούργησε ο ΣΥΡΙΖΑ διέφερε και υπολείφθηκε των παρατάξεων της Κεντροαριστεράς και της Κεντροδεξιάς που εκφράστηκαν από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο. Εκείνες είχαν μεγαλύτερη εκσυγχρονιστική δυναμική, ο εκσυγχρονιστικός πόλος στο εσωτερικό τους είχε μεγαλύτερη ισχύ και έτσι επηρέαζε καθοριστικά τη διαλεκτική εκσυγχρονισμού – λαϊκισμού που εκτυλισσόταν στο εσωτερικό τους. Αντιθέτως, στον ΣΥΡΙΖΑ εκφράστηκε περισσότερο το εθνικολαϊκιστικό – συντηρητικό ρεύμα της Μεταπολίτευσης. Για τούτο άλλωστε είναι άστοχη η εξομοίωση του ΣΥΡΙΖΑ με το τότε ΠΑΣΟΚ, πόσω μάλλον που ήταν άλλη η εποχή. Εκείνο είχε πιο σύνθετη φυσιογνωμία, γεγονός που επέτρεψε και στις πιο αρνητικές φάσεις του να προωθεί, ακόμα και με λαϊκιστικό τρόπο, φιλελεύθερους – εκσυγχρονιστικούς στόχους.
Εύλογα λοιπόν ο τρόπος διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αποδείχτηκε απελπιστικά παραδοσιακός και αδέξιος. Για τούτο εξάλλου η διακυβέρνησή τους τείνει στη στασιμότητα. Παρά τις δομικές αλλαγές που έχουν γίνει από την αρχή της κρίσης και τις οποίες έχει πληρώσει με θυσίες ο ελληνικός λαός, δεν μπορούν να μεταρρυθμίσουν το παλαιό κοινωνικοπολιτικό μπλοκ και να το προσανατολίσουν σε μια παραγωγικότερη κατεύθυνση. Είναι π.χ. εντυπωσιακό και σχεδόν ανεξήγητο πώς αυτή η κυβέρνηση αντιστέκεται μετά μανίας στην προώθηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, μιας καθαρά προοδευτικής δομικής μεταρρύθμισης, και προτιμά να μοιράζει επιδόματα στους συνταξιούχους με «διαγγέλματα» σαν τον κάθε παραδοσιακό πολιτευτή.
Αν τα πιο πάνω εξηγούν τη στασιμότητα και την καθήλωση της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, δεν εξαντλούν το θέμα γιατί αφήνουν απέξω την οπισθοδρόμηση που επήλθε στο ήθος και τις πρακτικές της πολιτικής ζωής. Σε μια χώρα που δεν φημιζόταν για αυτά, ο εθνικολαϊκισμός των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επιδείνωσε δραματικά την κατάσταση. Με τη γνωστή συνταγή μετατροπής των αντιπάλων σε εχθρούς, καθιέρωσε μεθόδους που στη μεταπολιτευτική περίοδο παρέπεμπαν στον «αυριανισμό» και την trush TV. Υβριστικοί χαρακτηρισμοί κατά των αντιπάλων – απόδοση σκοτεινών προθέσεων – συνωμοσιολογική προπαγάνδα. Η επούλωση αυτής της βαθύτερης πληγής θα είναι δυσκολότερη και θα χρειαστεί περισσότερη προσπάθεια και χρόνο μετά την πτώση της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Μέχρι τότε η κυβέρνηση θα «διαπραγματεύεται» για να υποκαταστήσει το ιδεολογικό κενό και την πολιτική αμφιθυμία της. Θα «διαπραγματεύεται» πρακτικά τον εαυτό της και με τον εαυτό της. Υποσκάπτοντας σταθερά και μοιραία το μόνο νέο αφήγημα που μπορεί να ωφελήσει και την ίδια και τη χώρα. Να ολοκληρώσει την αξιολόγηση, να ενταχθεί στην ποσοτική χαλάρωση και να βοηθήσει την ανάκαμψη της οικονομίας.
Αυτή θα ήταν και η ευχή που θα δίναμε στον ΣΥΡΙΖΑ και στον Αλέξη Τσίπρα για το 2017. Αφού δεν μπόρεσες να μείνεις στην Ιστορία ως κυβέρνηση επιτευγμάτων, απόφυγε τουλάχιστον να αποτελέσεις ιστορικό ατύχημα.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα
Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου
Πανεπιστημίου