Στο κλείσιμο αυτού του έτους, η κυβέρνηση έχει ένα πρόβλημα: δυσκολεύεται να βρει έναν τομέα στον οποίο να μπορεί να υπερηφανευτεί ότι επιτέλεσε, έστω και στοιχειωδώς, κάποιο έργο. Η χαριστική βολή δόθηκε με την περιβόητη επιστολή Τσακαλώτου, που με το περιεχόμενό της και το ύφος της ακύρωσε και την ύστατη προσπάθεια να υποστηριχθεί ότι η πρώτη φορά Αριστερά προβάλλει κάποια αντίσταση στα Μνημόνια. «Διαρκή αφοσίωση» ορκίστηκε ο υπουργός Οικονομικών και τον όρκο του αυτόν είναι βέβαιο ότι θα του τον θυμίζουν επίμονα οι δανειστές για όσο διάστημα βρίσκεται ακόμη στη θέση του.
Στο ξεκίνημα του νέου έτους, αντίθετα, η κυβέρνηση έχει μια απροσδόκητη ευκαιρία: αν συμπεριφερθεί με ωριμότητα, σοβαρότητα και ρεαλισμό –πράγμα ομολογουμένως δύσκολο -, μπορεί να σημειώσει μέσα σε λίγες ημέρες όχι μια επιτυχία, αλλά δύο. Ή, μάλλον, μια διπλή επιτυχία, σε έναν τομέα που άπτεται τόσο της εθνικής πολιτικής όσο και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η εθνική πολιτική αφορά το Κυπριακό και τις σχέσεις με την Τουρκία. Τα ανθρώπινα δικαιώματα αφορούν οκτώ ξένους πολίτες που έχουν ζητήσει άσυλο στην Ελλάδα με το επιχείρημα ότι αν εκδοθούν στη χώρα τους αντιμετωπίζουν κίνδυνο ακόμη και για τη ζωή τους.
Η πρόοδος που έχει σημειωθεί στις συνομιλίες ανάμεσα στην ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή κοινότητα είναι μεγάλη και αναμφισβήτητη. Η Διάσκεψη που ξεκινά στις 9 Ιανουαρίου στη Γενεύη μπορεί να την επιβεβαιώσει ή να τη διαψεύσει. Από τα αγκάθια που υπάρχουν, άλλα είναι προσχηματικά (όπως η εκπροσώπηση της Κυπριακής Δημοκρατίας σε μια διαδικασία όπου δεν θα χρειαστούν υπογραφές) και άλλα ουσιαστικά (όπως το ζήτημα των εγγυήσεων). Η στάση της Τουρκίας είναι δύσκολο να προβλεφθεί –αν και υπάρχουν σημάδια ευελιξίας. Αυτό που σίγουρα δεν χρειάζεται, όμως, είναι να βάλει εμπόδια η ελληνική πλευρά, όπως έγινε τις ημέρες του Μον Πελεράν. Το ζητούμενο από την Ελλάδα είναι να προσθέσει τη δική της γεωπολιτική βαρύτητα (όποια κι αν είναι αυτή) στο αντίπαλον δέος που λέγεται Τουρκία. Τα υπόλοιπα ας αφεθούν να τα λύσουν μόνοι τους οι Κύπριοι. Με επίγνωση ότι ο μαγικός συνδυασμός Αναστασιάδη -Ακιντζί δύσκολα θα επαναληφθεί.
Τις ίδιες ημέρες θα εκδικαστεί από ποινικά τμήματα του Αρείου Πάγου η υπόθεση των οκτώ τούρκων αξιωματικών που ζητείται η έκδοσή τους από το καθεστώς Ερντογάν για συμμετοχή στην απόπειρα πραξικοπήματος του περασμένου Ιουλίου. Το Συμβούλιο Εφετών, με τρεις διαφορετικές συνθέσεις, έλαβε αντικρουόμενες αποφάσεις: να μην εκδοθούν οι πέντε και να εκδοθούν οι άλλοι τρεις. Το ζήτημα δεν είναι όμως μόνο νομικό, είναι και εξόχως πολιτικό. Στη γειτονική χώρα παραβιάζεται τους τελευταίους μήνες κάθε έννοια ανθρώπινου δικαιώματος: μόλις χθες συνελήφθη ένας γνωστός δημοσιογράφος της «Τζουμχουριέτ», ο Αχμέτ Σικ, που κατηγορείται για τρομοκρατική προπαγάνδα με αφορμή ένα σχόλιό του στο twitter. Καμιά δημοκρατική χώρα δεν έχει δικαίωμα να παραδώσει σε αυτές τις συνθήκες οκτώ ανθρώπους που έχουν ζητήσει την προστασία της. Αν δεν το καταλαβαίνουν οι δικαστές, ο υπουργός Δικαιοσύνης έχει πάντα τον τελευταίο λόγο.
Διακριτική εποπτεία στη μια περίπτωση, αποφασιστική εμπλοκή στην άλλη: ήρθε η στιγμή η κυβέρνηση να μας κάνει μια ευχάριστη έκπληξη.