Αν δεν μπορείς να αλλάξεις την πραγματικότητα, κάνεις κάτι ευκολότερο: αλλάζεις το νόημα των λέξεων. Το Οχι με απαμφίεση γίνεται Ναι. Η περηφάνια γίνεται θεαματικά στητή, πορνογραφικά τουρλωμένη στάση «στα τέσσερα». Η προεκλογική «αξιοπρέπεια» ευκολότατα μετατρέπεται σε σερνάμενη επαιτεία ή σε ποντίκι στη φάκα που βρυχάται –τώρα ακούμε πάλι τα ίδια: να πάμε, λέει, σε «έντιμο συμβιβασμό». Σε λίγο θα ακούσουμε πιθανώς και το εξής: «Να κάνουμε μια ηρωική κίνηση δίνοντας μερικά νησιά στον Ερντογάν». Ή «να κάνουμε μια γενναία πράξη, να υπογράψουμε τέταρτο Μνημόνιο». Σαν να έλεγε ο Λεωνίδας: «Πήραμε την πιο ανδρεία απόφαση, να παραδώσουμε τις Θερμοπύλες στους Πέρσες». Κατά το γνωστό: «Τη σκότωσα γιατί την αγαπούσα». Λογικό: αν δεν την αγαπούσε, δεν θα τη σκότωνε κιόλας –η αγάπη είναι το πιο φονικό συναίσθημα. Μήπως ο Αλλάχ δεν είναι μεγάλος σε κάθε τρομοκρατικό χτύπημα;
Κατσαπλιάδες των λέξεων. Ο έτερος μας είπε ότι «δεν πειράζει αν χάσουμε μερικά νησιά, αρκεί να κρατήσουμε τη γλώσσα μας» –προφανώς γιατί διαστρέφεται εύκολα. Ξέχασε όμως ότι στην Κατοχή οι Βούλγαροι άλλαζαν βίαια τα ελληνικά ονόματα, ακόμα και αναδρομικά, στους τάφους, τα κάνανε όλα σε «-οφ». Με αυτή τη λογική δεν πειράζει αν οι Τούρκοι πάρουνε και όλη την Κύπρο, αρκεί στη Μεγαλόνησο να συνεχίζουνε να μιλούν ελληνικά με κυπριακή προφορά και να λένε το χαλούμι χαλούμι. Οπότε και να εισέβαλλαν οι Αμερικανοί στην Κούβα και να την καταλάμβαναν, θα ήταν άνευ σημασίας εφόσον οι Κουβανοί θα συνέχιζαν να μιλάνε κουβανέζικα και να χορεύουν ρούμπα. Απ’ την άλλη και Ζουράρις να μην υπήρχε ή να τον εξισλάμιζαν οι Τούρκοι, εμείς θα συνεχίζαμε να μιλάμε ελληνικά –οπότε ποιο το θέμα;
Επομένως είναι αφελή όλα τα έθνη που εξοπλίζονται και προασπίζουν την ελευθερία και τα εδάφη τους, ενώ το μόνο που θα έπρεπε να κάνουν είναι να εκδίδουν καινούρια λεξικά και Linguaphone. Γλωσσαμύντορες με μια άλλη έννοια –ίσως να καταργούσαμε και το υπουργείο Αμυνας και να περιοριζόμασταν σε ένα υπουργείο Γλωσσικής Αμύνης. Πολυβόλα οι Τούρκοι, απαρέμφατα εμείς. Αεροπλάνα οι Τούρκοι, υποτακτικές εμείς. Η υποτακτική είναι ο καλύτερος τρόπος να γίνουμε υποτακτικοί.
Εξάλλου είναι προφανές πως πολύ θα ήθελαν να κρατικοποιήσουν και τη γλώσσα –μήπως μέχρι τώρα δεν έχουνε κάνει ένα σωρό πολιτικές παρεμβάσεις σε αυτή με αποτέλεσμα να ακούς περί «τον επικεφαλή» ή διαμάντια του στυλ «η Διεθνή Εκθεση»; Πρόσφατα ακούμε όχι ότι «συμμετείχε μια ομάδα» αλλά ότι «συμμετείχε μια συλλογικότητα», λέξη που αφορά έννοια –σαν να λες ότι υπάρχει η λέξη «σύλλογος» ή «μπουκάλι», αλλά και η λέξη «μπουκαλότητα». Ενα κασόνι μπουκάλια είναι μια μπουκαλότητα.
Η διαστροφή του νοήματος των λέξεων είναι προαιώνια απάτη και πάντα στη μόδα. Την αναφέρει ο Θουκυδίδης (Γ’ 82) στον εμφύλιο των Κερκυραίων: «Και την ειωθείαν αξίωσιν των ονομάτων ες τα έργα αντήλλαξαν τη δικαιώσει». Μπορεί κανείς να θυμηθεί την αισχρή διατύπωση «μικρή, πλην τιμία Ελλάς» –τι θα πει «τιμία» στην πολιτική; Είναι ψευδο-ηθικός προσδιορισμός σαν την προεκλογική «αξιοπρέπεια». Δηλαδή, δεν θα πείραζε αν η Ελλάς έφτανε να είναι μόνο η Πελοπόννησος, αρκεί να ήταν «τιμία». Η τιμία ενός λιμανιού γεμάτου νταβραντισμένους ξένους ναύτες. Αρκεί να μιλούσε ελληνικά, ποντιακά ή στερεολλαδίτικα, εφόσον κατείχε, βέβαια, και το Lower.
Και άλλοι το έκαναν σχετικώς πρόσφατα –να θυμηθούμε την ουδέτερη διατύπωση «τελική λύση» των Ναζί ή τον ευφημισμό τους «ειδική μεταχείριση», που θα μπορούσε να νοηθεί καθαυτό ως περιποίηση, κάτι σαν spa. Και το εξ ευωνύμων μελό υπήρχε πάντα, αλλά τώρα, πρόσφατα, αρχίζει και παίρνει δαιμονολογικά χαρακτηριστικά. Από το «ψυχή βαθιά» του Εμφυλίου φτάσαμε στον «κακόψυχο Σόιμπλε». Δεν είναι ένας πολιτικός που έχει έναν ρόλο στη σκακιέρα, αλλά «άνθρωπος κακός», που «μας μισεί» διότι όλη μέρα δεν έχει άλλη δουλειά κι άλλες έγνοιες. Αμα το πάρεις μαρξιστικά, βγαίνει. Με βάση τις «Θέσεις για τον Φόιερμπαχ» ή την ανάλυση Γκράμσι, ο Σόιμπλε και η πάλη των τάξεων είναι θέμα χαρακτήρος.
Επινοούνε έναν κακό ηθικο-ψυχικά Σόιμπλε (να τη, πάλι, η αστική ηθικολογία στη μέση), τον δαιμονοποιούν για να συσπειρώσουν μελο-εθνικιστικά εναντίον του τον λαό. Δεν μιλούν με όρους πολιτικής, αλλά με ορολογία γουέστερν: ο Καλός, ο Κακός και ο Ασχημος, άσχετα αν έχει πεθάνει μέχρι κι ο Λι Βαν Κλιφ.
Η γλώσσα είναι τα πάντα. Ρώτησαν κάποτε τον Μέγα Ναπολέοντα ποιο είναι το ισχυρότερο στράτευμα. Κι εκείνος απάντησε: «Οι λέξεις. Διότι με αυτές μπορείς μια ήττα να την παρουσιάσεις σαν νίκη κι αντίστροφα». Γι’ αυτό κατά καιρούς και κυρίως τώρα γίνεται τέτοιο πλιάτσικο στις λέξεις. Το κάποτε επίδομα απόρων κορασίδων που ειρωνεύονταν τώρα οι ίδιοι το κάνανε «επίδομα αδυνάτων». Τριακόσια ευρώ εναντίον των δανειστών, όπως οι τριακόσιοι του Λεωνίδα κατά των Περσών –ποια η διαφορά; Επειτα ο αρχηγός ξεκίνησε ψυχική προεκλογική εκστρατεία (κατά του «κακού Σόιμπλε»), αλλά τη μετονομάζει πάλι αλλιώς: «ενδιαφέρον για τα προβλήματα των πολιτών». Γύρισε αρκετά μέρη –απ’ την Λέσβο πήγε στη Μυτιλήνη, θα πάει από την Κέα στην Τζια κι απ’ τον Νομό Ημαθίας στον Νομό Ημιμαθείας.
Απ’ την «13η σύνταξη» πήγαμε στο «εφάπαξ» κι απ’ το gift στο γύφτ’. Οπότε είναι καιρός να πάρουμε πίσω τις λέξεις που μας έκλεψαν και μας κλέβουν πιο κυνικά κι απ’ τις συντάξεις. Πρώτα κάνουν πλιάτσικο στις λέξεις και μετά σε όσα αυτές σημαίνουν.
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης είναι συγγραφέας.

Το τελευταίο βιβλίο του είναι το μυθιστόρημα

«Υπουργός Νύχτας» (Πατάκης)