Συνήθως απεικόνιζαν τους τρεις Μάγους. Ενίοτε μία ή περισσότερες χριστουγεννιάτικες μπάλες. Κάποιες φουτουριστικές, ασημί αστέρια σε φόντο μπλε σαξ. Υπήρχαν βέβαια και οι αμιγώς θρησκευτικές, σαν εικόνες. Και μέσα, η οικογένεια τάδε μας ευχόταν, με καλλιγραφημένο πλεονασμό, «Αίσιον και ευτυχές το νέον έτος», λες και υπήρχε περίπτωση το αίσιον να μην ήταν ευτυχές ή το αντίστροφο. Αναφέρομαι στις χριστουγεννιάτικες κάρτες. Αυτές που, στολίζαμε στη βάση του δένδρου, με τη χρυσόσκονή τους να προκαλεί αλλεργία στα παιδικά χέρια μας. Σε αυτές εξασκήθηκα κι εγώ στην καλλιγραφία όταν ακόμη κρατούσα το μολύβι με τα τρία δάχτυλα.Μπέρδευα τον αποστολέα με τον παραλήπτη και νόμιζα ότι η επιτηδευμένη σύντμηση «δίδα» –όταν η κάρτα απευθυνόταν σε δεσποινίδα –σήμαινε «προς». «Δίδα νόνα Ασήμω» έγραφα στις κάρτες που έστελνα στην προγιαγιά μου. Μου έρχονται τώρα σαν φλασιές από το παρελθόν, έτσι όπως επιβάλλει αυτές τις μέρες η υπεραξία της νοσταλγίας.
Ειδικά φέτος όμως δεν νοσταλγώ τις παιδικές Πρωτοχρονιές, Μινιόν, Λαμπρόπουλους και «Φωτεινούς παντογνώστες» –δώρο κλισέ τότε. Ούτε τις ξέφρενες της πρώτης νιότης που, για να συνέλθουμε από τις κραιπάλες, παίρναμε άδεια τις πρώτες μέρες του Ιανουαρίου. Ούτε τις ευδαιμονικές των χρόνων του πλαστικού πλούτου. Ούτε καν την υπερπαραγωγή του Μιλένιουμ. Αυτήν την (για να παραφράσω τον στόχο του Γκάτσου) παράξενη Πρωτοχρονιά η νοσταλγία έχει κατεβάσει ταχύτητες. Ισα που με πάει μέχρι τα πρώτα χρόνια της κρίσης. Τότε που το σοκ συντηρούσε την ελπίδα αλλά και τον συμβολισμό για ένα νέο ξεκίνημα. Να τι πεθύμησα! Να στραβομουτσουνιάσω στο «κάθε πέρυσι και καλύτερα» που ανέκαθεν μου φαινόταν ως γεροντίστικη μεμψιμοιρία. Τώρα τι να πω αφού έτσι είναι; Πεθύμησα και την αφελή συγκίνηση που μου προκαλούσε μια διαφήμιση κινητής τηλεφωνίας με ένα κορίτσι –υποτίθεται χαμένο στο δάσος –που έλεγε «Θα τα καταφέρουμε!». Φέτος θα χαμογελούσα ειρωνικά.
Να ‘μαστε λοιπόν εδώ στο κατώφλι μιας χρονιάς – Μπένζαμιν Μπάτον. Ενα «μωρό» που θα γεννηθεί γέρος. Με όλο τον συμβολισμό του ξεχαρβαλώματος. Ενας Πρωθυπουργός – ρολίστας, μια ρόδα που δεν γυρίζει, η αυθαίρετη ερμηνεία του αυτονόητου που μετατρέπει σε ηρωισμό τις δηλώσεις υποταγής, έναν διαδικτυακό λαό να αλληλοβρίζεται για το τι τραγούδησε μια κάποια Πάολα και την αναμονή της κακοκαιρίας, να έρθει το χιόνι να σκεπάσει την ασχήμια των πραγμάτων. Τελικά θα το πω όπως το είπε μια κυρία που, τυχαία, άκουσα προχθές στον δρόμο. «Καλή χρονιά να έχουμε». Ας κρατήσουμε λοιπόν αυτό το «έχουμε» της εγγύτητας για μια χρονιά που μακάρι να σπάσει το καλούπι και –πλεονασμός, ξεπλεονασμός –να είναι και αίσια και ευτυχής.