Τα κυβερνητικά στελέχη που βγήκαν στην επαρχία –προφανώς για να απορροφήσουν ένα κομμάτι των διαμαρτυριών που εισπράττουν οι βουλευτές –εμφανίστηκαν αισιόδοξα ότι η δεύτερη αξιολόγηση θα κλείσει τον Ιανουάριο, η χώρα θα μπει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και θα βγει δοκιμαστικά στις αγορές. Την ίδια θετική διάθεση βέβαια εξέφραζαν οι κυβερνητικοί και το φθινόπωρο, όταν διαβεβαίωναν ότι η δεύτερη αξιολόγηση θα είχε κλείσει στις αρχές Δεκεμβρίου. Ενα μέρος της αισιοδοξίας εδράζεται στην αίσθηση ότι η Ευρώπη έχει να αντιμετωπίσει πολλαπλά μέτωπα το 2017, άρα μια επιδείνωση της ελληνικής αβεβαιότητας δεν συμφέρει κανέναν. Αυτό διαβάζεται και ανάποδα: η ευρωπαϊκή αστάθεια, οι προεκλογικές εκστρατείες σε Ολλανδία, Γαλλία και Γερμανία μπορεί να δώσουν χώρο στους ευρωσκεπτικιστές που θέλουν να χρησιμοποιήσουν την περίπτωση της Ελλάδας ως υλικό προεκλογικής κριτικής απέναντι στους κυβερνώντες. Σχετική γεύση πήραμε ήδη στη Γερμανία, όπου οι Φιλελεύθεροι, ο σχεδόν βέβαιος κυβερνητικός εταίρος των Χριστιανοδημοκρατών μετά τις εκλογές τον επόμενο Σεπτέμβριο, μίλησαν ήδη για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Δεν είναι μόνο ο Σόιμπλε δηλαδή, ο σκληρός παίκτης του παιχνιδιού. Η κυβέρνηση βιάζεται πάντως να κλείσει τα θέματα μέσα στον Ιανουάριο και για έναν ακόμη λόγο, αφού μετά διαλύεται η ολλανδική Βουλή –που θα πρέπει να επικυρώσει τα αποτελέσματα του Eurogroup, δηλαδή την έγκριση της δόσης –άρα μετά, καλό Μάρτιο.
Επειτα, είναι και το ΔΝΤ. Οι κυβερνητικοί το δηλώνουν δημοσίως ότι το Ταμείο ευθύνεται για την καθυστέρηση, κυρίως διότι ζητά τη λήψη μέτρων μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος το 2018. Στην Ουάσιγκτον, πάλι, θα συζητήσουν στα μέσα Ιανουαρίου την ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους –εκεί όπου λογικά θα ακούσουμε τα γνωστά περί ανάγκης ελάφρυνσής του –και δεν αναμένονται ουσιώδεις αλλαγές στις εκφρασμένες θέσεις του Οργανισμού. Οι Γερμανοί φοβούνται μήπως η νέα αμερικανική διοίκηση Τραμπ επηρεάσει τις επιλογές του ΔΝΤ και περιορίσει τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα, ένα ζήτημα καίριας σημασίας για τη γερμανική Βουλή που έχει συμφωνήσει στο τρίτο πακέτο υπό την προϋπόθεση παραμονής του Ταμείου σε ρόλο χωροφύλακα.
Μέσα σε ένα τόσο μπερδεμένο διεθνές πλαίσιο, η κυβέρνηση βολεύεται σε ένα διπλό αφήγημα: ένα διεθνές, έναντι εταίρων και θεσμών, κι ένα εσωτερικής κατανάλωσης. Την ώρα που η επιστολή Τσακαλώτου επιβεβαίωνε τη στοχοπροσήλωση της ελληνικής κυβέρνησης στα συμφωνηθέντα, οι υπουργοί της πήραν σβάρνα τα τηλεοπτικά παράθυρα για να υπονοήσουν ή και να εννοήσουν ότι πρόθεση των κυβερνητικών είναι να επαναλάβουν τις παροχές στους συνταξιούχους. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι στην επιστολή αναφέρεται ρητά πως το επίδομα των Χριστουγέννων αλλά και η αναστολή αύξησης του ΦΠΑ θα ισχύσουν μόνο το 2017. Αλλά και ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών δεσμεύεται με την επιστολή του για εφαρμογή των συμφωνηθέντων και την ίδια στιγμή αρθρογραφεί αποδομώντας την. Είναι μια πρακτική που οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ εφαρμόζουν περίτεχνα. Ενα έργο που παρακολουθούμε σε συνέχειες, δύο χρόνια τώρα.