Εν μέρει την ώρα να περάσω, κι εν μέρη ταξίδια που δεν πρόκειται να κάνω να σχεδιάσω, άνοιξα το google earth. Αφού έριξα μια ματιά σε πόλεις που έχω πάει, έτρεξε το μάτι μου σε μέρη εξωτικά Καζαμπλάνκα, Κανάρια Νησιά επίσης στο Μαρόκο στάθηκα πολύ γιατί κάποτε «μια νύχτα στο Μαρόκο λαχτάρισα να ζήσω μετάξι μαύρο να φορώ να βάφω το νερό» τέτοιες φιλοδοξίες με θρέψανε. Μετά απλώθηκα σε ινδικούς ειρηνικούς κι ατλαντικούς ωκεανούς. Από μακριά μια σκέτη θάλασσα αλλ’ όσο πιο κοντά έφερνες την εικόνα όλο και κάποια κουκίδα μετατρεπόταν ως διά μαγείας σε νησί και μερικές φορές τεράστιο με πόλεις, ποτάμια και βουνά θεόρατα.

Αυτό το Νησί του Πάσχα στου διαόλου την άκρη το ‘βλεπες όσο μια κεφαλή καρφίτσας, δεν του το ‘χες, κι όμως όσο το πλησίαζες ερχότανε και άντρευε, γινόντανε ένα πράγμα θεόρατο μέχρι αεροδρόμια είχε πάνω του, τι να σου πω «κοσμογονία» που ‘λεγε κι ένας επιχειρηματίας της νύχτας για να χαρακτηρίσει τα μουσικά του τα θεάματα.

Και ξαφνικά βλέπω ένα τόσο δα μαυράκι, το ζουμάρω, λέει Βερμούδες. Βερμούδες; Κι όμως έχω πάει στις Βερμούδες. Ναι εγώ στις Βερμούδες. Αδιανόητο. Τώρα να μου το πεις δεν θα σε πιστέψω. Ητανε μέσα του ’80 κάπου κι ήμουνα στη Νέα Υόρκη, με φιλοξενούσε φίλος Ελληνας που έμενε τότε εκεί, κι επειδή ακόμα νομίζω δεν είχε πράσινη κάρτα, έπρεπε μια φορά στους έξι μήνες να περνάει τα σύνορα έστω για μια μέρα. Τύποις.

Ηρθε λοιπόν εκείνη η μέρα, μου λέει «Σε κερνάω τα ναύλα, πάμε στις Βερμούδες για ένα Σαββατοκύριακο να ξαναπρασινίσει η κάρτα μου;» λέω και δεν πάμε. Το μυαλό θα με κράταγε; Ή τα νιάτα; Το ταξίδι στο πήγαινε ήτανε λίγο… κάθε τόσο να σε λούζει ο κρύος ο ίδρωτας γιατί δεν έφτανε ο θρύλος «Το Τρίγωνο των Βερμούδων», είχε πιάσει την ίδια μέρα της πτήσης φωτιά ένα αεροπλάνο DC10, ίδιο μοντέλο με το δικό μας. Ηταν η εποχή που τα DC10 catches fire το ένα μετά το άλλο. Τέλος πάντων φτάνουμε κακήν καλώς, η θάλασσα ένα υγρό σμαράγδι ν’ αργοσαλεύει ηδονικά ορμάω στην αγκαλιά της, ένα πράμα λες κι είχανε κατουρήσει και δυο χιλιάδες ελέφαντες λίγοι είναι. Εκανα πέτρα την καρδιά κι άρχισα τις απλωτές. Στη δεύτερη; Τρίτη; Τέταρτη δεν πρόλαβα, πιάνει μια βροχή μες στο κατακαλόκαιρο, να φεύγει ο κόσμος έντρομος να βγαίνει στη στεριά, εγώ πιο Ελληνας λέω α δεν ξέρουνε οι Αμερκάνοι την ομορφιά της βροχής στη θάλασσα. Ενώ εμείς της Μεσογείου τα παιδιά…

Της Μεσογείου τα παιδιά, να πάθουμε μια νίλα, δεν λέγεται, γιατί κάθε σταγόνα ίσαμε ένα τάλιρο να χτυπάει στο άτριχο της κεφαλής μου η ρουφιάνα σαν σφυρί. Τρέχω αλλόφρων έξω, με το που κάθομαι κάτω απ’ τον κοκκοφοίνικα βγαίνει ένας ήλιος καυτός καυτός να ‘ρθει να γίνει όλη η αμμουδιά ατμομάγειρας και να κολλάει η γλίτσα απάνω στα γυμνά κορμιά, ένα σίχαμα σας λέω, σίχαμα. Πάω στη ρεσεψιόν, πότε φτιάχνει ο καιρός μαντάμ; «Τι να φτιάξει;» μου λέει η Βερμουδιάνα, στην καλύτερη εποχή ήρθατε. Εμείς για καιρό, αυτόν έχουμε για καλύτερο». Τα μάζεψα κλείστηκα στο δωμάτιο και διάβαζα τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη. Αυτό είχα φέρει για ανάγνωση. Στις Βερμούδες, Μακρυγιάννη. Τι μυαλό ήτανε αυτό που κουβάλαγα. Τη Δευτέρα με το καλό γυρίσαμε Νέα Υόρκη, και θυμάμαι το ίδιο βράδυ πήγαμε Μπροντγουέι και είδαμε στην πρώτη παράσταση το «Nine» με τον Ραούλ Τζούλια, μια παράσταση που με καθήλωσε και με καθόρισε, και που τόσο ήθελα να ανεβάσω στην Αθήνα και δεν το κατάφερα.

Τώρα, αν μου πεις ότι εγώ είμαι όλο αυτό, θα σε διαψεύσω αμέσως. Είμαι σίγουρος πως σ’ όλη αυτήν την ιστορία δεν υπάρχει τίποτα δικό μου. Δεν έχω καμιά σχέση εγώ με αυτόν τον Νέα Υόρκη – Βερμούδες – «Nine». Αλλά καμία.

Τα έζησα. Αλλά δεν είμαι εγώ.

Οσον αφορά το σήμερα, αυτή η ιστορία στάθηκε μεγάλη ευκαιρία για να γυρίσω την πλάτη μου, μέρες που είναι, στον αρπακτικό Σόιμπλε και οσφυοκάμπτη Τσακαλώτο.

Καλή χρονιά.